“Η ανοιξιάτικη επίθεση”
Η μεγάλη ανοιξιάτικη επίθεση των Ιταλών, η επίθεση της 10ης Μαρτίου, όπως τη λέγαμε εμείς, που τόσο διθυραμβικά την προαναγγέλνανε τόσον καιρό και που σ’ αυτή στήριζαν τις ύστατες ελπίδες τους, είχε αρχίσει – πραγματικά φοβερή. Το πολεμικό τους υλικό ήταν άφθονο και το ρίχνανε αφειδώς. Το δικό μας, γλίσχρο, αγωνιώδες, προβληματικό, μα σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμετάκλητη απόφαση: “Δε θα περάσουν”. (…)
…με τα μηχανήματά μας υποκλοπής, μ’ αυτά τα συνεχή ραδιοτηλεφωνήματα και τηλεγραφήματά τους, παρακολουθούσαμε και βλέπαμε καλά την κατάστασή τους. Τις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, την άμεσή τους ανάγκη από τραυματιοφορείς, από υγειονομική υπηρεσία, και από πολεμικό υλικό, τις δικαιολογίες τους “εν αμαρτία” για την ομίχλη που εμποδίζει κάθε ορατότητα, τη σχεδόν αδιάκοπη αλλαγή κι αντικατάσταση των Διοικητών τους, τους νεκρούς, τους τραυματίες, και τις εσπευσμένες, αγωνιώδεις τους αιτήσεις για όλμους! για όλμους! για όλμους! και για εντονότερη, συνεχή, ακατάπαυτη και ιδίως πιο αποτελεσματική δράση του Πυροβολικού τους. Και, προσοχή! Προς Θεού, προσοχή! – τους χτυπάει πολλές φορές αυτούς τους ίδιους!
Μα και τα δικά μας τηλεφωνήματα που λάβαινα τη νύχτα, είχαν κι αυτά μέσα τους όλη τη δραματικότητα της στερνής απόφασης με σφιγμένα δόντια. Υ λ ι κ ό ! Υ λ ι κ ό ! γυρεύανε από παντού. Όλα τελειώνουν, οι εφοδιοπομπές είναι ανεπαρκείς, υπάρχουν τμήματα που σε λίγο θα εξαντλήσουν το τελευταίο τους φυσίγγιο. Και τότε ήταν οι κατεπείγουσες διαταγές να παρθούν όλα, ανεξαιρέτως όλα τ’ αυτοκίνητα, από κάθε μονάδα, όπου και να βρίσκεται, όποια και να ‘ναι – Πυροβολικό, Μηχανικό, Αεροπορία, Όρχος – και να μη μείνει ούτε ένα, ό,τι και να ‘ναι, όποιο σαράβαλο και να ‘ναι, που να μην κατέβει να φορτώσει στα Γιάννενα και να τραβήξει ολοταχώς μες στα όλα για πάνω.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
“Γράμματα στο μέτωπο”
Ήταν ένα μεγάλο δέμα που όταν κάπως ανοίχτηκε άφησε να παρουσιαστεί ένα μεγάλο στενόψηλο ντενεκεδένιο κουτί. Γράμματα έλεγε ο Γιατρός που τώρα παιδευότανε με το καπάκι του, γράμματα, δόξα το Θεό, λαβαίνει τόσα και κάθε μέρα, που δεν προφταίνει ν’ απαντάει, που δεν επαρκεί. Η Μιμή, η Λέλα, η Μαρία, η Καίτη – μα πού να θυμηθεί όλη αυτή την ταξιαρχία του! Και το πιο αστείο είναι που δεν τις ξέρει, που δεν τις έχει δει ποτέ στη ζωή του. Μια ξαδέρφη του του τα σκάρωσε όλα αυτά όταν κάποτε της έγραψε πως θα ‘θελε, έτσι για να περνάει λίγο η ώρα, ν’ αλληλογραφήσει με καμιά άγνωστη δεσποινίδα. Και το γράμμα του, από χέρι σε χέρι, του ‘φερε όλο τούτο το τσούρμο, που, όπως μας είπε , δεν επαρκεί για να το ικανοποιήσει. Και στην πρώτη απάντησή του τις έβαλε όλες να αυτοπεριγραφούν – κι εκεί να δεις γλέντι όταν έφτανε μια μια η περιγραφή! Μάτια, χείλια, κορμοστασιά, ξανθές και μελαχρινές και μια κοκκινομάλλα – κι άλλη που είναι αισθηματική, κι άλλη πάντα υπέρ της χειραφετήσεως και της προόδου και του ελεύθερου έρωτα ακόμη, κι άλλη που θα ‘θελε να ‘ναι εδώ πάνω μαζί μας για να πολεμάει στα βουνά, σαν την Μπουμπουλίνα!
Δεν ξέρετε, κύριε Μπεράτη, εσείς που είσαστε νεοφερμένος εδώ, τι γλέντι γίνεται μ’ αυτά τα γράμματα! Αν έχετε καμιά καλή ιδέα, αύριο, στην απάντηση, να μας την πείτε. Δεν ξέρετε τι δούλεμα τους κάνω, με τι χιούμορ τους τα γράφουμε όλα. Και προχτές τους έγραφα για το χαρέμι από φαλαγγίτριες που έχει ο καθένας μας και πόσο τις περιποιούμαστε όλοι μας αφού τις δίνουμε και το αίμα μας ακόμη – κι έτσι δεν έχουμε καμιά ανάγκη του ελευθέρου τους έρωτος που ας κάθεται ν’ αλωνίζει και να μαραίνεται στην Αθήνα, αφού όλα τα ομορφόπαιδα είναι εδώ. Φαλαγγίτριες; Δεν ξέρω; Μα βέβαια έτσι τις έχουμε βαφτίσει προ καιρού εδώ τις ψείρες μας, τ’ αγαπημένα μας αυτά κι απαραίτητα διακριτικά μας ζωύφια, που στοματάκι έχουν και μιλιά δεν έχουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
Σ’ ένα τέτοιο στένεμα, πίσω απ’ τη γωνιά του βράχου, χωρίς ακόμη να τους βλέπουμε, ακούσαμε ποδοβολητά και φωνές. Σε λίγο ξεμπουκάρανε τα πρώτα τους μουλάρια. Ήμαστε ακριβώς στα από κάτω μέρη της Γκάυτσας κι ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε ακατάπαυτα. Οι φάλαγγές μας σταματήσανε η μια απέναντι στην άλλη. Ήταν αδύνατο να περάσουνε ούτ’ αυτοί, ούτ’ εμείς, και το χειρότερο: ήταν αδύνατο να στρίψουμε τα μουλάρια. Αρχίσανε φωνές, καυγάδες. Σχεδόν περνώντας κάτω απ’ τις κοιλιές των μουλαριών μας, εγώ κι ο Νώντας φτάσαμε στο κεφάλι της δικής μας φάλαγγας. Το ‘να μουλάρι μας είχε κολλήσει πάνω στ’ άλλο κι ήτανε αδύνατον εδώ να κρατήσεις καμιά απόσταση, όπως ο Ταγματάρχης κι η Λογική είχανε συμβουλέψει.
Έφτασα ως τον αξιωματικό της άλλης φάλαγγας. Καλά, τι θα γίνει τώρα που μπερδευτήκαμε έτσι;
Πάντως αυτός μεταφέρει βαρέως τραυματισμένους και το καταλαβαίνω καλά κι εγώ πως έπρεπε να περάσει.
Βεβαίως, να περάσει. Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν.
Αχ! Θεέ μου, πώς γίνηκαν όλ’ αυτά! Πώς καταφέραμε, βοηθώντας όλοι μαζί, ν’ ανεβάσουμε όλα τα μουλάρια μας στα δίπλα μας βράχια για ν’ αφήσουμε ελεύθερο αυτό το μονοπάτι! Από πάνω μας εκεί στην άκρη άκρη της κορφής που ελάχιστα απείχε, οι εκρήξεις των οβίδων ήταν όλο και πιο συνεχείς, έτσι σα να σε πλησιάζει όλο και πιο πολύ μέσα σ’ ένα εφιάλτη κάτι το αναπόδραστο. Κι η άλλη φάλαγγα, γυρίζοντας τη βράχινη γωνιά, άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Ξεδιπλωνότανε με βόγγους, με βλαστήμιες, με φωνές. Με κομμένα χέρια, με σπασμένα πόδια, με τυλιγμένα αιμόφυρτα κεφάλια, τους είχανε επάνω στα μουλάρια γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όπως μπορούσαν τους κρατούσαν από δω κι από κει δυο στρατιώτες, κι εκείνοι γέρναν ακατάπαυτα πότε μπρος, πότε πίσω, δεξιά, αριστερά, κι όλο βογγούσαν, όλο δάγκαναν τα χείλια τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μαύρα και πελιδνά. Τα μάτια τους μας κοιτούσαν σα να μη μας βλέπανε. Ήταν χαμένα, πυρετώδη, στιγματισμένα με αίμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου