O αέρας φύσαγε σα γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’ ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτι αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην ποδιά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωσαν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη.
Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη; Για να λέμε όμως την αλήθεια, το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο Καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν ταποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονταιαυτά τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Μυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους,πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.
Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Τ’ όνομά του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Είναι καλοφκιαγμένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσκοβολάει δυνατά απ’ τη δεντροστοιχία και τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ’ ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ’ ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή συνήθεια...Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς κορίτσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου