Ξεμεθώντας
Ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης.
Θρηνείς· μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις.
Μετά απ' ολονύχτιο μεθοκόπι
σεργιανώ στον κήπο του Ζαππείου.
έκλυτου βίου ραθυμία
παίρνει το πιώμα μου κατόπι
ώσπου το πρώτο φως της μέρας
στου μπαρ σκαλώνει τις κουρτίνες.
Η πείνα μέσα μου βαρά νταούλια,
ψάχνω για μια μπουκιά στο πόδι.
Τρώω κι απόκοντα ταΐζω
τις πάπιες και τ'αγριοπούλια
κάτω από έναν ήλιο που τρεκλίζει
έχοντας πιει τη νύχτα μονορούφι.
Δυο κύκνοι εκπάγλου ομορφιάς
παίζουν στο πρωινό λουτρό τους.
Εκείνος λιγωμένα την κοιτά -
κρατήσου μην ξοδεύεσαι με μιας -
λίγο σουσάμι του πετώ - το αρπά,
με αγνοεί κι όλο την κυνηγά.
Γαλίφικα το μερτικό του την τρατάρει
μα η καλή του απρόσμενα αρνιέται.
Βιολί που χάνει το δοξάρι,
χορδή που τέντωσε και σπάει,
βυθίζει το κεφάλι της αργά -
βαρκούλα στο νερό χωρίς κουπιά.
Ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης.
Θρηνείς· μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις.
Στην όχθη ένα παγώνι χασμουριέται
και μια βεντάλια διάπλατη αστράφτει.
Ραγίζει η χολή μου στον κρωγμό του
εκ των υστέρων ο οιωνός πλανιέται
με φόβο στην καρδιά σαν έρωτας
αμάθητος σε θάνατο κι αγάπη.
Το νεκρομάντη διώχνω με φωνές,
ιδρώνω, ξεφυσάω, αφρίζω.
Την πλάτη στον ήλιο γυρίζω
που δειλά παραμονεύει σαν χαφιές.
Της λατρείας ο βωμός μ' ανατριχιάζει.
Ξεμακραίνω γοργά· σταλιά δεν με νοιάζει.
Πίσω, ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της σφιχτά·
με φτάνει το τραγούδι το στερνό σου
με τις παλάμες μου κλείνω τ' αφτιά.
Οι νύχτες των ρηχών ερώτων - 1982
Ευδόκιμο Παραμύθι
Αφηγούμαι το άγος της Ευδοκίας.
Που με σάπια μήτρα ξύπνησε ένα πρωί γκαστρωμένη.
Και σαστισμένη στο απερινόητο θάμα ξόρκισε το θεό
Και το διάβολο. Μετά έκρυψε τη κοιλιά της στα φαρδιά
Αποφόρια της πεθαμένης μάνας της ωσότου γέννησε
Κρυφά ένα μπάσταρδο όνειρο. Χωρίς φύλο.
Με δυο σάρκινες πτέρυγες.
Έναν δύσμορφο άγγελο
Ένα λιπόβαρο βρέφος
Ένα στόμα φαφούτικο
Που τσίριζε διαρκώς σα στρουθί.
Αφηγούμαι της Ευδοκίας την άτη.
Που αγάπησε το αλλόκοτο γέννημα της. Για λίγο.
Ώσπου αποστρέφοντας το πρόσωπο του' στριψε το
Το λαρύγγι. Με δαγκαμένα χείλη και δάχτυλα άτρεμα.
Για να το ρίξει τη νύχτα στο στερεμένο Πηγάδι. Σαν
Πέτρα. Σαν δόντι που έσπασε στους υπερήχους ενός
Βωβού ουρλιαχτού.
Αφηγούμαι το απροσήγορο ποίημα.
Για μια στέρφα γη που κατάπιε τον καρπό τον αδόκητο.
Και που παντρεύτηκε μετά από έρωτα ένα μόρτη γαμιά
Που την όργωνε μεθυσμένος με πέτρινο αλέτρι.
Και ούτε πια που σκεφτόταν το που' κανε. Κι' όπως δεν
ξανάπιανε Σπόρο ο ζευγάς γρήγορα τη βαρέθηκε.
Και τη ξαπόστειλε στο σπίτι που μάνα δεν τη περίμενε.
Στο δρόμο με το κρίμα ζωντανό στο κατόπι της.
Να καταριέται την ώρα που το πέταξε σα σκυλί.
Να ξεριζώνει τα μαλλιά της.
Να γδέρνει το πρόσωπό της ολοφυρόμενη.
Να ζητιανεύει μ' ένα τσίγκινο πιάτο την τιμωρία
Και να εισπράττει συμπόνια σε κέρματα.
Μου αφηγείται η κοιλιά του άρρητου λόγου.
Πως σάλεψε ο νους της και ρίχτηκε στο πηγάδι
Να τό βρει. Πως την περίμενε άλιωτο μοσχοβολώντας
Ανθόγαλα. Πως τώρα στις πτέρυγες του θρόιζε ένα
Στιλπνό φτέρωμα στο χρώμα του αχάτη. Και πως
Τρέχανε τα μάτια της νερό γλυφό. Χωρίς σταματημό.
Με τα φτερά του στραγγαλισμένου ονείρου
Να διυλίζουν τα υφάλμυρα δάκρυα. Μέχρι που γιόμισε
Η τρύπα ως απάνω. Κι έγινε το ξεροπήγαδο μια
Κρουσταλλοπηγή αστείρευτη που ξεδιψούν
Τα ονειροβλάσταρα τ' αγέννητα ακόμα.
6 - 7 - 2013
Όπως τα τρυγόνια
Παλίρροιες ρηχών ακτών
μου γλείφουν τ' αχαμνά ίσαμε τη γούβα του αφαλού
κι' αποτραβιούνται αφήνοντας την καρδιά μου στεγνή.
Στα βαθιά σα βρεθώ γίνομαι ξύλινο σκαρί
που γλιστρά με κερωμένη καρίνα
στο νόστο της εργένικης εστίας.
Στα ριζά μιας μονόχνωτης φτιάξης ενδημώ
ρουφώντας την υγρασία χωμάτινων δακρύων.
Όρτσα στους έρωτες ταξιδεύω
με τα πανιά να τσιτώνουν στους αληγείς
ως να κουρελιαστούν και να γίνουν αθύρματα.
Κάβο δεν πιάνω.
Ανάστροφα τη πρώρα γυρνώ κι' αλαργεύω
προτού με προφτάσει η πλήξη της άπνοιας.
Από τη μητρική γαστέρα
ένα κακότυχο παιδί παρασιτεί εντός μου
σαν καλοήθης όγκος που δεν μεγαλώνει
και εγώ γονιός αμέριμνος
το παραμελώ
το ξεχνώ στα μαγαζιά
στους δρόμους
σε ξένα κρεβάτια
στις αγκαλιές που κλέβω και το τιμωρούν
μα δεν παραπονιέται μήτε με παρατά
για τίποτα στον κόσμο.
Άγρυπνο με καρτερά τα κρύα βράδια
με παραστέκει να ξεντυθώ
κουρνιάζει δίπλα μου ώσπου με παίρνει ο ύπνος.
Εκείνο δεν κοιμάται ποτέ
γιατί φοβάται μήπως ξυπνήσει γέρος
και πεθάνει πριν από μένα.
Πιστεύει πως μόνος δεν θα τα βγάλω πέρα
και θα σκορπίσω όπως τα τρυγόνια
στην πρώτη γερή ντουφεκιά.
Οι νύχτες των ρηχών ερώτων, 1982
Ήταν ένα μικρό καράβι...
Δε ταξιδεύω πια πουθενά.
Παροπλίστηκα...
Στέκω ασάλευτος
σφηνωμένος σε δυο υφάλους
οι κλειδώσεις μου τρίζουν
η κοιλιά μου έχει ανοίξει
και τα σπλάχνα μου χύνονται στον βυθό.
Παίρνω αργά το ερυθροκίτρινο της σκουριάς.
Ένα - ένα τα μέλη μου
ξεκολλάνε και πέφτουν
η ανέλκυσή μου ασύμφορη
καθώς το κόστος της αποθαρρύνει
τους επίδοξους κυνηγούς ναυαγίων.
Με αγαπούν όμως πολύ
οι υποθαλάσσιοι σύντροφοί μου.
Τα ψάρια, τα κοχύλια, τα φύκια
όλα τα πλάσματα που ζουν στα νερά μου.
Μαζί με τη σαβούρα
που αφήνουνε πίσω τους
όσοι αρμενίζουν ακόμα
μαζεύονται γύρω μου
κολλάνε πάνω μου σαν τσιρότα
φωλιάζουν μέσα μου
με τρώνε και με θρέφει η πείνα τους
βουβοί συνδαιτυμόνες ενός μυστικού δείπνου
με την προδοσία απούσα.
Harefield 2010
Χαρταετοί
Ψηλά όσο μπορεί να φτάσει,
πέταξε τον χαρταετό σου κι' ύστερα,
όταν στα σύννεφα απ' τα μάτια σου χαθεί,
κόψε του το σχοινί κι' αμόλα τον,
ψηλότερα να πάει μονάχος.
Μα σαν του ανήφορου οι πνοές σωθούν,
και τονε δεις σε ίλιγγο τρελό να πέφτει,
μη τονε ψάξεις·
κι' αν τύχει στα γυμνά καλώδια,
καρβουνιασμένο σκελετό τον αντικρίσεις,
μη λυπηθείς.
Προτού ξανά τα χελιδόνια,
στήσουνε δίπλα του φωλιές,
εσύ καινούργιο αετό θα φτιάχνεις.
18 - 3 - 2013
Νάρκισσος
Ήμουν ο Narcissus Purum.
Στης Fata Morgana
τη κρυστάλλινη σφαίρα
τρεμόπαιξε η εικόνα μου
καθώς έσκυβα στο νερό της λίμνης.
Πριν ακόμη καθαρίσει το θάμπος
βλέποντας με ανέμελα
να ριγώ στο είδωλό μου
πέταξε με λύσσα το γυάλινο μάτι της
στον υγρό καθρέφτη
και σκόρπισε την ομορφιά σε θρύψαλα.
Ήμουν ο Narcissus Purum.
Που του είπε ξέπνοη
πως ο έρωτας δεν χαραμίζεται στην όψη του.
Αυτός που ξέχασε τον εαυτό του
στα λόγια της πιάστηκε
και βούλιαξε αργά
ώσπου πνίγηκε
όχι στη ματαιοδοξία του
αλλά σε μια ρηχή λακούβα χιόνι.
Ήμουν ο Narcissus Purum.
Τώρα με λεν ασφοδέλι και φυτρώνω στον Άδη.
Συλλογή ''απο μυθο ποίηση'', 1984
Αποδόσεις στα Ελληνικά του Δημήτρη Νικηφόρου
Vladimir Vysotsky : My Hamlet
Δυο λόγια μόνο θα ιστορήσω εδώ με στίχους
Τι το ελεύθερο δεν έχω σε όλα ν' ανοιχτώ.
Στη μήτρα πιάστηκα μες σε κατάρας ήχους
Της γαμήλιας νύχτας. Στης αγωνίας τον ιδρώ.
Έβλεπα πως όσο πιο ψηλώνουμε απ' τη γης
Τόσο πιο άκαρδοι γινόμαστε στα πάνου.
Αγέρωχα προχώρησα για να στεφτώ ευθύς
Και να ασκήσω του αίματος τα δικαιώματά μου.
Πίστευα όλα θα γενούν κατά πως είχαν οριστεί.
Μάχη καμιά δεν έχασα και τα μερίδια ίσα δοσμένα.
Οι σύντροφοι απ' το σχολειό και στο σπαθί πιστοί
Όπως οι πατεράδες τους που υπάκουαν στο στέμμα.
Τα λόγια μου δε μέτραγα μες στην ανεμελιά.
Φιλίες κι' εύνοιες χάριζα δω κείθε ολημερίς
Των ευγενών οι γόνοι με μπιστεύονταν τυφλά
Την πρωτοκαθεδρία μου δεν πρόσβαλε κανείς.
Σκιάζαμε τους φρουρούς τα βράδια με χουνέρια,
Μαζί μας, σαν απ' οστρακιά, ο χρόνος αρρωστούσε.
Έγυρα σε τομάρια, κοψίδια δάγκωσα από μαχαίρια
Δάμασα άτια ατίθασα άλλος που δε κοντούσε.
Αργά ή γρήγορα θα μου ανήκε η εξουσία.
Μ' αλί στο μέτωπο με σφράγισε η μοίρα.
Στα χρυσοσκάλιστα σαμάρια η προδοσία,
Κι' όλα που μου αράδιαζαν ήτανε φύρα.
Στα χείλια χάραζα ένα χαμόγελο βαθιά ουλή,
Που πίσω του πύρωνε το βλέμμα πα στ' αμόνι.
Τέχνη που μου' μαθε ο παλιάτσος στην αυλή.
Αμήν! Φτωχέ μου Γιόρικ! Καιρό είσαι σκόνη.
Σε ονόρες και απολαβές το μερτικό αρνιόμουν,
Σε λάφυρα, προνόμια, σε δόξες και οφίκια.
Μ' έπιασε ξάφνου ο καημός για ό,τι δε νοιαζόμουν
Κι' έγινα άβουλο αρνί που σεργιανά στα ρείκια.
Ο ζήλος μου για το κυνήγι έσβησε - τάχα δειλία;
Τα κυνηγόσκυλα και τα γεράκια αντιπαθούσα.
Το άλογο κράταγα μακριά από λαβωμένη λεία
Μα κλέφτες, σπιούνους και τραμπούκους τιμωρούσα.
Θωρούσα τα καζάντια μας μέρα τη μέρα,
Όλο και πλιό να γίνουνται ντροπή και σιχαμός.
Μες στα ποτάμια τη βρωμιά ξέπλενα και τη λέρα
Στα σκότια τα αφέγγαρα της νύχτας σα τρελός.
Ένιωθα, όσο μου το νου μαράζωνε η πλήξη,
Πως απ' του σπιτικού μου ξέκοβα τα πράματα.
Με τους ανθρώπους γύρω μου είχα ξεσμίξει,
Και στα βιβλία κρύφτηκα πίσω απ' τα γράμματα.
Άπληστο για γνώση το μυαλό, αράχνης μοιάζει,
Π' όλα τ' αδράχνει : Ακινησιά και κίνηση.
Μ' άραγες ωφελεί η εξυπνάδα όπου λιμνάζει;
Μη και σε όλα δε λοχεύει η αντίφαση;
Δεσμούς με φίλους έκοψα κι αποτραβήχτηκα.
Της Αριάδνης η κλωστή μια κασκαρίκα
«Να ζει κανείς ή να μη ζει» αναρωτήθηκα
Μα την απάντηση στο δίλημμα δεν βρήκα.
Μια θάλασσα απλώνεται η θλίψη ως πέρα.
Αντιστεκόμαστε μα την ομίχλη κοσκινάμε.
Κι' όλο διυλίζουμε θολό νερό μαζί κι' αγέρα
Του γρίφου ανόητα τη λύση αποζητάμε.
Άκουσα του γονιού μου τη φωνή που με καλούσε.
Την ακολούθησα μα δισταγμοί με τυραγνούσαν.
Βουνό οι σύχυσες που κατά πάνω με τραβούσε,
Ενώ της σάρκας τα φτερά στο χώμα με βυθούσαν.
Σε κράμα αδύναμο έλιωνα αργά μες στο καμίνι,
Κι' ίσα που κρύωνε αποσκορπούσε σαν τ' αλάτι.
Και σαν τους άλλους αίμα έχυσα κι' όπως εκείνοι
Στάθηκ' αμπόρετο στο γδικιωμό να στρέψω πλάτη.
Μια τελευταία αναλαμπή πριν τον χαμό μου!
Αχ Οφηλία! Άγουρο το κορμί θα λιώσει...
Είμαι φονιάς και δε λογάω πια τον εαυτό μου,
Καλύτερο απ' αυτόν που' χω σκοτώσει.
Είμαι ο Άμλετ, εγώ που τ' άδικο απεχθανόμουν!
Που δυάρα δεν έδινα για της Δανίας το στέμμα!
Κι' όμως με κατηγόρησαν για δόξα πως κοφτόμουν.
Του θρόνου τους αντίζηλους πως έπνιξα στο αίμα.
Ω πόσο φέρνει η έλλαμψη στη τρέλα αν θες!
Ο θάνατος στη κούνια μας λοξά κοιτάζει.
Κι' όσο εμείς γυρεύουμε λύσεις απατηλές
Το ερώτημα αθέατο σκληρά σαρκάζει.
Απόδοση : Δημήτρης Νικηφόρου
Σεργκέι Γιεσένιν : Αντίο ωραίες περιπλανήσεις μου
Καμιά μετάνοια, δάκρυ κανένα δεν στάζω
Σαν αραιή αχλή απ' τις μηλιές όλα περνούν
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν
Σαν να χτυπάς αλλιώτικα καρδιά μου τώρα
Μια ψύχρα σ' άδραξε που σέρνοταν ξοπίσω
Στρώνουν οι λεύκες το χαλί τους μα μπονώρα
Δεν με καλούν ξυπόλητος να σεργιανίσω
Πνεύμα αλήτικο! Λιγότερο ολοένα, δίχως βιάση
Συδαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση
Γίναν στάχτη τα πάθη και η άγρια ματιά
Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα
Ζωή μου, μη και σε όνειρο έχεις πλαγιάσει;
Μη και σε ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας χαραυγής αχνόφεγγης έχω καλπάσει;
Μας παίρνει καταπόδι η φθορά που σκόρπισε
Χάλκινα φύλλα απ' του σφενταμιού τη ράχη
Ας είναι πάντα ευλογημένο το που άνθισε
Στο χώμα πάνω μια φορά και εμαράθη.
Απόδοση : Δ. Νικηφόρου
24 - 6 - 2013
Δημήτρης Νικηφόρου
Ο Δημήτρης Νικηφόρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην πρώην ΑΣΟΕΕ. Έφυγε στο εξωτερικό πριν αποκτήσει το πτυχίο του. Ζώντας σε μια διαρκή σχεδόν περιπλάνηση, Γερμανία (Αμβούργο, 1985 - τέλη του '89), Αμερική (Νόρφολκ, Βιρτζίνια και Πασαντίνα, Καλιφόρνια, τέλη του 1990 - '95) και Καναδά (Κεμπέκ, 1995 - '97), με διακοπή ενός έτους, όταν επέστρεψε από την Γερμανία στην Ελλάδα για να φύγει μετέπειτα στις Η.Π.Α., έκανε πολλά περιστασιακά αλλά και μονιμότερα επαγγέλματα με την ποίηση να είναι πάντα το ... άμισθο έργο στο οποίο ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά.
Γύρισε στην Ελλάδα στα μέσα του 1997 και, εκτός από ένα διάλειμμα τριών χρόνων, που βρέθηκε στην Αγγλία, ζει στην Αθήνα παρέα με την μοναδική ερωμένη που της έμεινε πιστός. Την ποίηση.
Αναδημοσίευση από: http://kirithres.blogspot.com/2014/03/blog-post_26.html
Ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης.
Θρηνείς· μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις.
Μετά απ' ολονύχτιο μεθοκόπι
σεργιανώ στον κήπο του Ζαππείου.
έκλυτου βίου ραθυμία
παίρνει το πιώμα μου κατόπι
ώσπου το πρώτο φως της μέρας
στου μπαρ σκαλώνει τις κουρτίνες.
Η πείνα μέσα μου βαρά νταούλια,
ψάχνω για μια μπουκιά στο πόδι.
Τρώω κι απόκοντα ταΐζω
τις πάπιες και τ'αγριοπούλια
κάτω από έναν ήλιο που τρεκλίζει
έχοντας πιει τη νύχτα μονορούφι.
Δυο κύκνοι εκπάγλου ομορφιάς
παίζουν στο πρωινό λουτρό τους.
Εκείνος λιγωμένα την κοιτά -
κρατήσου μην ξοδεύεσαι με μιας -
λίγο σουσάμι του πετώ - το αρπά,
με αγνοεί κι όλο την κυνηγά.
Γαλίφικα το μερτικό του την τρατάρει
μα η καλή του απρόσμενα αρνιέται.
Βιολί που χάνει το δοξάρι,
χορδή που τέντωσε και σπάει,
βυθίζει το κεφάλι της αργά -
βαρκούλα στο νερό χωρίς κουπιά.
Ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης.
Θρηνείς· μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις.
Στην όχθη ένα παγώνι χασμουριέται
και μια βεντάλια διάπλατη αστράφτει.
Ραγίζει η χολή μου στον κρωγμό του
εκ των υστέρων ο οιωνός πλανιέται
με φόβο στην καρδιά σαν έρωτας
αμάθητος σε θάνατο κι αγάπη.
Το νεκρομάντη διώχνω με φωνές,
ιδρώνω, ξεφυσάω, αφρίζω.
Την πλάτη στον ήλιο γυρίζω
που δειλά παραμονεύει σαν χαφιές.
Της λατρείας ο βωμός μ' ανατριχιάζει.
Ξεμακραίνω γοργά· σταλιά δεν με νοιάζει.
Πίσω, ένα γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της σφιχτά·
με φτάνει το τραγούδι το στερνό σου
με τις παλάμες μου κλείνω τ' αφτιά.
Οι νύχτες των ρηχών ερώτων - 1982
Ευδόκιμο Παραμύθι
Αφηγούμαι το άγος της Ευδοκίας.
Που με σάπια μήτρα ξύπνησε ένα πρωί γκαστρωμένη.
Και σαστισμένη στο απερινόητο θάμα ξόρκισε το θεό
Και το διάβολο. Μετά έκρυψε τη κοιλιά της στα φαρδιά
Αποφόρια της πεθαμένης μάνας της ωσότου γέννησε
Κρυφά ένα μπάσταρδο όνειρο. Χωρίς φύλο.
Με δυο σάρκινες πτέρυγες.
Έναν δύσμορφο άγγελο
Ένα λιπόβαρο βρέφος
Ένα στόμα φαφούτικο
Που τσίριζε διαρκώς σα στρουθί.
Αφηγούμαι της Ευδοκίας την άτη.
Που αγάπησε το αλλόκοτο γέννημα της. Για λίγο.
Ώσπου αποστρέφοντας το πρόσωπο του' στριψε το
Το λαρύγγι. Με δαγκαμένα χείλη και δάχτυλα άτρεμα.
Για να το ρίξει τη νύχτα στο στερεμένο Πηγάδι. Σαν
Πέτρα. Σαν δόντι που έσπασε στους υπερήχους ενός
Βωβού ουρλιαχτού.
Αφηγούμαι το απροσήγορο ποίημα.
Για μια στέρφα γη που κατάπιε τον καρπό τον αδόκητο.
Και που παντρεύτηκε μετά από έρωτα ένα μόρτη γαμιά
Που την όργωνε μεθυσμένος με πέτρινο αλέτρι.
Και ούτε πια που σκεφτόταν το που' κανε. Κι' όπως δεν
ξανάπιανε Σπόρο ο ζευγάς γρήγορα τη βαρέθηκε.
Και τη ξαπόστειλε στο σπίτι που μάνα δεν τη περίμενε.
Στο δρόμο με το κρίμα ζωντανό στο κατόπι της.
Να καταριέται την ώρα που το πέταξε σα σκυλί.
Να ξεριζώνει τα μαλλιά της.
Να γδέρνει το πρόσωπό της ολοφυρόμενη.
Να ζητιανεύει μ' ένα τσίγκινο πιάτο την τιμωρία
Και να εισπράττει συμπόνια σε κέρματα.
Μου αφηγείται η κοιλιά του άρρητου λόγου.
Πως σάλεψε ο νους της και ρίχτηκε στο πηγάδι
Να τό βρει. Πως την περίμενε άλιωτο μοσχοβολώντας
Ανθόγαλα. Πως τώρα στις πτέρυγες του θρόιζε ένα
Στιλπνό φτέρωμα στο χρώμα του αχάτη. Και πως
Τρέχανε τα μάτια της νερό γλυφό. Χωρίς σταματημό.
Με τα φτερά του στραγγαλισμένου ονείρου
Να διυλίζουν τα υφάλμυρα δάκρυα. Μέχρι που γιόμισε
Η τρύπα ως απάνω. Κι έγινε το ξεροπήγαδο μια
Κρουσταλλοπηγή αστείρευτη που ξεδιψούν
Τα ονειροβλάσταρα τ' αγέννητα ακόμα.
6 - 7 - 2013
Όπως τα τρυγόνια
Παλίρροιες ρηχών ακτών
μου γλείφουν τ' αχαμνά ίσαμε τη γούβα του αφαλού
κι' αποτραβιούνται αφήνοντας την καρδιά μου στεγνή.
Στα βαθιά σα βρεθώ γίνομαι ξύλινο σκαρί
που γλιστρά με κερωμένη καρίνα
στο νόστο της εργένικης εστίας.
Στα ριζά μιας μονόχνωτης φτιάξης ενδημώ
ρουφώντας την υγρασία χωμάτινων δακρύων.
Όρτσα στους έρωτες ταξιδεύω
με τα πανιά να τσιτώνουν στους αληγείς
ως να κουρελιαστούν και να γίνουν αθύρματα.
Κάβο δεν πιάνω.
Ανάστροφα τη πρώρα γυρνώ κι' αλαργεύω
προτού με προφτάσει η πλήξη της άπνοιας.
Από τη μητρική γαστέρα
ένα κακότυχο παιδί παρασιτεί εντός μου
σαν καλοήθης όγκος που δεν μεγαλώνει
και εγώ γονιός αμέριμνος
το παραμελώ
το ξεχνώ στα μαγαζιά
στους δρόμους
σε ξένα κρεβάτια
στις αγκαλιές που κλέβω και το τιμωρούν
μα δεν παραπονιέται μήτε με παρατά
για τίποτα στον κόσμο.
Άγρυπνο με καρτερά τα κρύα βράδια
με παραστέκει να ξεντυθώ
κουρνιάζει δίπλα μου ώσπου με παίρνει ο ύπνος.
Εκείνο δεν κοιμάται ποτέ
γιατί φοβάται μήπως ξυπνήσει γέρος
και πεθάνει πριν από μένα.
Πιστεύει πως μόνος δεν θα τα βγάλω πέρα
και θα σκορπίσω όπως τα τρυγόνια
στην πρώτη γερή ντουφεκιά.
Οι νύχτες των ρηχών ερώτων, 1982
Ήταν ένα μικρό καράβι...
Δε ταξιδεύω πια πουθενά.
Παροπλίστηκα...
Στέκω ασάλευτος
σφηνωμένος σε δυο υφάλους
οι κλειδώσεις μου τρίζουν
η κοιλιά μου έχει ανοίξει
και τα σπλάχνα μου χύνονται στον βυθό.
Παίρνω αργά το ερυθροκίτρινο της σκουριάς.
Ένα - ένα τα μέλη μου
ξεκολλάνε και πέφτουν
η ανέλκυσή μου ασύμφορη
καθώς το κόστος της αποθαρρύνει
τους επίδοξους κυνηγούς ναυαγίων.
Με αγαπούν όμως πολύ
οι υποθαλάσσιοι σύντροφοί μου.
Τα ψάρια, τα κοχύλια, τα φύκια
όλα τα πλάσματα που ζουν στα νερά μου.
Μαζί με τη σαβούρα
που αφήνουνε πίσω τους
όσοι αρμενίζουν ακόμα
μαζεύονται γύρω μου
κολλάνε πάνω μου σαν τσιρότα
φωλιάζουν μέσα μου
με τρώνε και με θρέφει η πείνα τους
βουβοί συνδαιτυμόνες ενός μυστικού δείπνου
με την προδοσία απούσα.
Harefield 2010
Χαρταετοί
Ψηλά όσο μπορεί να φτάσει,
πέταξε τον χαρταετό σου κι' ύστερα,
όταν στα σύννεφα απ' τα μάτια σου χαθεί,
κόψε του το σχοινί κι' αμόλα τον,
ψηλότερα να πάει μονάχος.
Μα σαν του ανήφορου οι πνοές σωθούν,
και τονε δεις σε ίλιγγο τρελό να πέφτει,
μη τονε ψάξεις·
κι' αν τύχει στα γυμνά καλώδια,
καρβουνιασμένο σκελετό τον αντικρίσεις,
μη λυπηθείς.
Προτού ξανά τα χελιδόνια,
στήσουνε δίπλα του φωλιές,
εσύ καινούργιο αετό θα φτιάχνεις.
18 - 3 - 2013
Νάρκισσος
Ήμουν ο Narcissus Purum.
Στης Fata Morgana
τη κρυστάλλινη σφαίρα
τρεμόπαιξε η εικόνα μου
καθώς έσκυβα στο νερό της λίμνης.
Πριν ακόμη καθαρίσει το θάμπος
βλέποντας με ανέμελα
να ριγώ στο είδωλό μου
πέταξε με λύσσα το γυάλινο μάτι της
στον υγρό καθρέφτη
και σκόρπισε την ομορφιά σε θρύψαλα.
Ήμουν ο Narcissus Purum.
Που του είπε ξέπνοη
πως ο έρωτας δεν χαραμίζεται στην όψη του.
Αυτός που ξέχασε τον εαυτό του
στα λόγια της πιάστηκε
και βούλιαξε αργά
ώσπου πνίγηκε
όχι στη ματαιοδοξία του
αλλά σε μια ρηχή λακούβα χιόνι.
Ήμουν ο Narcissus Purum.
Τώρα με λεν ασφοδέλι και φυτρώνω στον Άδη.
Συλλογή ''απο μυθο ποίηση'', 1984
Αποδόσεις στα Ελληνικά του Δημήτρη Νικηφόρου
Vladimir Vysotsky : My Hamlet
Δυο λόγια μόνο θα ιστορήσω εδώ με στίχους
Τι το ελεύθερο δεν έχω σε όλα ν' ανοιχτώ.
Στη μήτρα πιάστηκα μες σε κατάρας ήχους
Της γαμήλιας νύχτας. Στης αγωνίας τον ιδρώ.
Έβλεπα πως όσο πιο ψηλώνουμε απ' τη γης
Τόσο πιο άκαρδοι γινόμαστε στα πάνου.
Αγέρωχα προχώρησα για να στεφτώ ευθύς
Και να ασκήσω του αίματος τα δικαιώματά μου.
Πίστευα όλα θα γενούν κατά πως είχαν οριστεί.
Μάχη καμιά δεν έχασα και τα μερίδια ίσα δοσμένα.
Οι σύντροφοι απ' το σχολειό και στο σπαθί πιστοί
Όπως οι πατεράδες τους που υπάκουαν στο στέμμα.
Τα λόγια μου δε μέτραγα μες στην ανεμελιά.
Φιλίες κι' εύνοιες χάριζα δω κείθε ολημερίς
Των ευγενών οι γόνοι με μπιστεύονταν τυφλά
Την πρωτοκαθεδρία μου δεν πρόσβαλε κανείς.
Σκιάζαμε τους φρουρούς τα βράδια με χουνέρια,
Μαζί μας, σαν απ' οστρακιά, ο χρόνος αρρωστούσε.
Έγυρα σε τομάρια, κοψίδια δάγκωσα από μαχαίρια
Δάμασα άτια ατίθασα άλλος που δε κοντούσε.
Αργά ή γρήγορα θα μου ανήκε η εξουσία.
Μ' αλί στο μέτωπο με σφράγισε η μοίρα.
Στα χρυσοσκάλιστα σαμάρια η προδοσία,
Κι' όλα που μου αράδιαζαν ήτανε φύρα.
Στα χείλια χάραζα ένα χαμόγελο βαθιά ουλή,
Που πίσω του πύρωνε το βλέμμα πα στ' αμόνι.
Τέχνη που μου' μαθε ο παλιάτσος στην αυλή.
Αμήν! Φτωχέ μου Γιόρικ! Καιρό είσαι σκόνη.
Σε ονόρες και απολαβές το μερτικό αρνιόμουν,
Σε λάφυρα, προνόμια, σε δόξες και οφίκια.
Μ' έπιασε ξάφνου ο καημός για ό,τι δε νοιαζόμουν
Κι' έγινα άβουλο αρνί που σεργιανά στα ρείκια.
Ο ζήλος μου για το κυνήγι έσβησε - τάχα δειλία;
Τα κυνηγόσκυλα και τα γεράκια αντιπαθούσα.
Το άλογο κράταγα μακριά από λαβωμένη λεία
Μα κλέφτες, σπιούνους και τραμπούκους τιμωρούσα.
Θωρούσα τα καζάντια μας μέρα τη μέρα,
Όλο και πλιό να γίνουνται ντροπή και σιχαμός.
Μες στα ποτάμια τη βρωμιά ξέπλενα και τη λέρα
Στα σκότια τα αφέγγαρα της νύχτας σα τρελός.
Ένιωθα, όσο μου το νου μαράζωνε η πλήξη,
Πως απ' του σπιτικού μου ξέκοβα τα πράματα.
Με τους ανθρώπους γύρω μου είχα ξεσμίξει,
Και στα βιβλία κρύφτηκα πίσω απ' τα γράμματα.
Άπληστο για γνώση το μυαλό, αράχνης μοιάζει,
Π' όλα τ' αδράχνει : Ακινησιά και κίνηση.
Μ' άραγες ωφελεί η εξυπνάδα όπου λιμνάζει;
Μη και σε όλα δε λοχεύει η αντίφαση;
Δεσμούς με φίλους έκοψα κι αποτραβήχτηκα.
Της Αριάδνης η κλωστή μια κασκαρίκα
«Να ζει κανείς ή να μη ζει» αναρωτήθηκα
Μα την απάντηση στο δίλημμα δεν βρήκα.
Μια θάλασσα απλώνεται η θλίψη ως πέρα.
Αντιστεκόμαστε μα την ομίχλη κοσκινάμε.
Κι' όλο διυλίζουμε θολό νερό μαζί κι' αγέρα
Του γρίφου ανόητα τη λύση αποζητάμε.
Άκουσα του γονιού μου τη φωνή που με καλούσε.
Την ακολούθησα μα δισταγμοί με τυραγνούσαν.
Βουνό οι σύχυσες που κατά πάνω με τραβούσε,
Ενώ της σάρκας τα φτερά στο χώμα με βυθούσαν.
Σε κράμα αδύναμο έλιωνα αργά μες στο καμίνι,
Κι' ίσα που κρύωνε αποσκορπούσε σαν τ' αλάτι.
Και σαν τους άλλους αίμα έχυσα κι' όπως εκείνοι
Στάθηκ' αμπόρετο στο γδικιωμό να στρέψω πλάτη.
Μια τελευταία αναλαμπή πριν τον χαμό μου!
Αχ Οφηλία! Άγουρο το κορμί θα λιώσει...
Είμαι φονιάς και δε λογάω πια τον εαυτό μου,
Καλύτερο απ' αυτόν που' χω σκοτώσει.
Είμαι ο Άμλετ, εγώ που τ' άδικο απεχθανόμουν!
Που δυάρα δεν έδινα για της Δανίας το στέμμα!
Κι' όμως με κατηγόρησαν για δόξα πως κοφτόμουν.
Του θρόνου τους αντίζηλους πως έπνιξα στο αίμα.
Ω πόσο φέρνει η έλλαμψη στη τρέλα αν θες!
Ο θάνατος στη κούνια μας λοξά κοιτάζει.
Κι' όσο εμείς γυρεύουμε λύσεις απατηλές
Το ερώτημα αθέατο σκληρά σαρκάζει.
Απόδοση : Δημήτρης Νικηφόρου
Σεργκέι Γιεσένιν : Αντίο ωραίες περιπλανήσεις μου
Καμιά μετάνοια, δάκρυ κανένα δεν στάζω
Σαν αραιή αχλή απ' τις μηλιές όλα περνούν
Στο χρυσαφί του φθινοπώρου ξεθωριάζω
Τη νιότη, αλίμονο, οι πόθοι δεν βαστούν
Σαν να χτυπάς αλλιώτικα καρδιά μου τώρα
Μια ψύχρα σ' άδραξε που σέρνοταν ξοπίσω
Στρώνουν οι λεύκες το χαλί τους μα μπονώρα
Δεν με καλούν ξυπόλητος να σεργιανίσω
Πνεύμα αλήτικο! Λιγότερο ολοένα, δίχως βιάση
Συδαυλίζεις ανόρεχτα των χειλιών τη φωτιά
Ω φρεσκάδα μου, στα καμένα σου δάση
Γίναν στάχτη τα πάθη και η άγρια ματιά
Λάμα που στόμωσε πια η λαχτάρα
Ζωή μου, μη και σε όνειρο έχεις πλαγιάσει;
Μη και σε ρόδινο φαρί μες στην αντάρα
μιας χαραυγής αχνόφεγγης έχω καλπάσει;
Μας παίρνει καταπόδι η φθορά που σκόρπισε
Χάλκινα φύλλα απ' του σφενταμιού τη ράχη
Ας είναι πάντα ευλογημένο το που άνθισε
Στο χώμα πάνω μια φορά και εμαράθη.
Απόδοση : Δ. Νικηφόρου
24 - 6 - 2013
Δημήτρης Νικηφόρου
Ο Δημήτρης Νικηφόρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην πρώην ΑΣΟΕΕ. Έφυγε στο εξωτερικό πριν αποκτήσει το πτυχίο του. Ζώντας σε μια διαρκή σχεδόν περιπλάνηση, Γερμανία (Αμβούργο, 1985 - τέλη του '89), Αμερική (Νόρφολκ, Βιρτζίνια και Πασαντίνα, Καλιφόρνια, τέλη του 1990 - '95) και Καναδά (Κεμπέκ, 1995 - '97), με διακοπή ενός έτους, όταν επέστρεψε από την Γερμανία στην Ελλάδα για να φύγει μετέπειτα στις Η.Π.Α., έκανε πολλά περιστασιακά αλλά και μονιμότερα επαγγέλματα με την ποίηση να είναι πάντα το ... άμισθο έργο στο οποίο ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά.
Γύρισε στην Ελλάδα στα μέσα του 1997 και, εκτός από ένα διάλειμμα τριών χρόνων, που βρέθηκε στην Αγγλία, ζει στην Αθήνα παρέα με την μοναδική ερωμένη που της έμεινε πιστός. Την ποίηση.
Αναδημοσίευση από: http://kirithres.blogspot.com/2014/03/blog-post_26.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου