Τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν. Γι’ αυτό έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τι ανασαίνεις μόλις πέσουν να κοιμηθούν. Γιατί τώρα δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί κανένα. Μπορούσε να είναι ο εαυτός της, μόνη της. Κι αυτή ήταν μια ανάγκη που τώρα ένιωθε συχνά – να σκεφτεί κι ούτε ακριβώς να σκεφτεί. Να μη μιλάει. Να είναι μόνη της. Όλα όσα πρέπει να είσαι και να κάνεις, η διάχυση, η λάμψη, ο λόγος εξατμίζονταν και αποτραβιόσουν με μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας στον εαυτό σου, γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι, κάτι αόρατο στους άλλους. Αν κι εξακολουθούσε να πλέκει και καθόταν με ολόισια ράχη, ένιωθε τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση κι αυτός ο εαυτός της έχοντας αποβάλει τους δεσμούς του ήταν ελεύθερος για τις πιο παράξενες περιπέτειες. Όταν η ζωή για μια στιγμή βούλιαζε, το πεδίο της εμπειρίας έμοιαζε να μην έχει όρια. Και για όλους υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση της απεριόριστης επινοητικότητας, υπέθετε. Ο ένας μετά τον άλλο, αυτή, η Λίλυ Μπρίσκο, ο Αγκούστους Καρμάικαλ, πρέπει να νιώθουν ότι ο εξωτερικός εαυτός μας δεν είναι παρά πράγματα παιδιάστικα. Πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται, είναι απύθμενα. Πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια κι έτσι μας βλέπετε. Ο ορίζοντας της τής φαινόταν πως δεν είχε όρια. Υπήρχαν όλοι οι τόποι που δεν είχε δει. Οι ινδικές πεδιάδες. Έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζει το βαρύ παραπέτασμα μιας εκκλησίας στη Ρώμη. Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας. Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ’ξερε από δική της εμπειρία, μα όταν γινόσουν μια σφήνα στο σκοτάδι. Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση. Κι εκεί της ανέβαινε πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτήν τη γαλήνη, αυτή την αίσθηση αιωνιότητας και σταματώντας εκεί γύρισε για να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του φάρου, τη μακριά σταθερή, φωτεινή ακτίνα, την τελευταία από τις τρεις που ήταν η δική της ακτίνα, γιατί όταν κοιτούσες με αυτήν τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μη δεθείς ιδιαίτερα μ’ ένα από τα πράγματα που έβλεπες, κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της.
Βιρτζίνια Γουλφ: Στον φάρο / μτφρ. Άρης Μπερλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου