Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Τάκης Σινόπουλος - Ο χάρτης (απόσπασμα)

 ΓΙΑΤΙ μου παρασταίνετε τον ήλιο, ποιον ήλιο παρασταίνετε σ' αυτήν εδώ την πίσσα;

ΒΡΙΣΚΟΜΟΥΝ  τότε κάτω από τη γοητεία των μεγάλων αριθμών. Έτσι, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1968, έγραψα κάπου τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες ογδόντα τρεις χιλιάδες ποιήματα. 

ΦΥΣΙΚΑ δεν είμαι και τόσο χαρούμενος - καθόλου χαρούμενος. Πριν από χρόνια ήμουν πολύ χααρούμενος. 


Η ΣΚΑΤΩΜΕΝΗ περιοχή της πολιτείας, τα σκατωμένα μούτρα των ανθρώπων που όλα θυμίζουνε υπουργούς - πρωθυπουργούς.

ΓΛΩΣΣΑ, φτηνή, πολύ φτηνή πουτάνα. Σιχαμερές εφημερίδες.

ΚΙ ΕΣΥ κοιμάσαι; γιατί κοιμάσαι;

ΚΟΣΜΟΣ πολύς είχε μαζευτεί τριγύρω και κάποιος πολύ θυμωμένος εφώναξε όλα μπορεί να συμβούν όταν η γλώσσα σας δεν έχει φράχτες. Τι φράχτες θες να πεις; τον ρώτησαν. Δεν ξέρω. Φράχτες! Φράχτες!

Η ΣΚΟΤΟΥΡΑ είνα, τώρα εδώ, να μην αρχίσεις πάλι τα πσέματα. Θα σου σσπάσω τα μούτρα σου, θα σε σκίσσω, θα σε σκα(ο)τώσω, αν τολμήσεις πάνω σ' αυτό να μου πεις τα συνηθισμένα σου πσέματα. Πσοφίμι!

ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕ σα βήχας. 

ΛΙΓΟΝ καιρό μετά από τη γραφή, το ποίημα που είχε φτιάξει για τη θάλασσα, ήταν γεμάτο βρώμικα νερά και πεθαμένα ψάρια. 

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ φως της πατρίδας μου σα φίμωτρο, εμποδίζει τους ψεύτες να γαυγίζουν. Εγώ γιατί γαυγίζω;

ΔΕ ΘΑ ξανακουρντίσω πια εκείνες τις μικρές μηχανές που υπάρχουν στην ψυχή μου. Μου είπαν πως ο θόρυβος που κάνουν, ιδίως τις νύχτες, είναι πολύ ενοχλητικός για τους γείτονες. Ο Henri Michaux, που δεν ξέρω καν το πρόσωπό του μ' ακούει σκοτεινιάζοντας, ύστερα χαμογελάει. 

ΤΟ ΜΑΤΙ αυτουνού του αγνώστου με κοιτάζει, με παραμονεύει ακοίμητο. Και δε μπορώ να γράψω τίποτα, να διαβάσω τίποτα. Το μάτι του μπαίνει μέσα στο δικό μου το μάτι κι ανάβει το φακό του, ψάχνει, κατεβαίνει τις σκάλες ψάχνει μέσα στο σκοτάδι, σκαλίζει, ψάχνει. 

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ' αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ προσπαθεί τώρα να φυλακίσει τον άλλο Γιάννη μέσα στην εικόνα που έχει φτιάξει γι' αυτόν. Όμως ο άλλος Γιάννης θυμώνει, αντιστέκεται, πηδάει έξω από τον πίνακα, γελάει σαρκαστικά, φωνάζοντας εγώ είμαι ο Γιάννης, άδικα παιδεύεσαι, κοίτα δεν είμαι ο Γιάννης. 

ΑΝ Ο ΗΧΟΣ του Κάππα και του Ρο ταιριάξει με τον ήχο του Λάμδα, πιο πέρα του Δέλτα και του Σίγμα και του Μι, αν το Έψιλον το Άλφα και το Όμικρον, τοποθετημένα στις επίδοξες θέσεις, κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αν αφήσουν πίσω από τις λέξεις ν' ακουστεί ο αντίλαλος από τις άλλες λέξεις, τότε ίσως μπορέσει να φανεί εκείνη η καταπαχτή που ανοίχτηκε μπροστά στο Φίλιππο ή εκείνη η κίνηση, το τσάκισμα θέλω να ειπώ, όταν του γύρισαν ανάποδα το δάχτυλο κι ακούστηκε άξαφνα ένα κρακ. 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ χωρίς επίδοξους πράκτορες, χωρίς φλεγόμενα πουλιά, χωρίς αστυνομία. Παντού περίπτερα ανοιχτά μ' εφημερίδες-παραρτήματα. Ο αέρας έχει σταματήσει απότομα κι έτσι μπορείς να πας έναν περίπατο. Ύστερα να γυρίσεις σπίτι σου, ν' ανοίξεις το παράθυρο, να γράψεις τώρα κάπου 500 ποιήματα. Και το πρωί άλλα τόσα. 

ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ δικαστής, το ξέρεις. Λοιπόν μη βάζεις ερωτήματα στο παρελθόν σου. Περπάτα μες στο χρόνο όπως και πριν. Οι αποκρίσεις θάρθουν κάποτε, μονάχες τους, χωρίς εσύ να τις γυρέψεις, μέσα στο έργο σου, μέσα στην ίδια σου τη γλώσσα. 

ΦΥΣΑΕΙ πολύ. Αλέτρι τ' ουρανού ο αέρας. 

ΑΠΟ ΚΕΙΝΗ τη γιορτή δεν είδαμε δυστυχώς τίποτα, γιατί η σκοτεινιά ήταν το θέαμα που κυριαρχούσε. Κάτι φωνές που ακούσαμε, μας είπαν είναι από τους κολασμένους. 

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ, η θάλασσα ήταν ένα τείχος, τεράστιο καθώς προχωρούσες, με τεράστιες πέτρες. 

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ, η θάλασσα ήταν ένα τείχος, τεράστιο καθώς προχωρούσες, με τεράστιες πέτρες. 

ΦΙΛΕ επισκέπτη κάθησε στο κάθισμα. Και σε παρακαλώ μη μου μιλάς, μη με κοιτάζεις σα να βγήκα από την κόλαση για νάμπω σε μιαν άλλη. Δεν ξέρω τίποτα απ' την κόλαση, όπως κι εσύ, σε βεβαιώνω. 

ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ στρωμένο μαχαίρια και χέρια. 

ΧΡΟΝΙΑ πολλά ήτανε στον πόλεμο, σε κάθε πόλεμο. Κι έτυχε τότε και κοιμήθηκε σε κάτι σπίτια που ήταν ακατοίκητα και που του αφήκανε μια μυρουδιά καμένου ξύλου στο κορμί, μια μυρουδιά - πώς να το πω - καμένου θανάτου. 
Μα τι θα πει καμένος θάνατος, δε σε καταλαβαίνω. Σταμάτα πια τη μεταφυσική. Βαρέθηκα. 


Ο χάρτης, 1977

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου