τώρα τα περιστέρια είναι κοιμισμένα
κι’ ο ουραγάν μαίνεται
το τρελλό αναμάλλιασμα των δέντρων
ακολουθεί την ύποπτη σιωπή
μακρυά ηχούνε βροντές θόρυβοι κανόνια
κι’ εδώ η βροχή
ραβδίζει τα πάντα
οι φυλλωσιές ουρλιάζουν
τα δέντρα ορθώνονται να φύγουν
και μες στον αγριεμένο βάτο π’ άνοιξε
ίδια ξεστηθιασμένη γριά
η απότομη λάμψη της αστραπής
αποκαλύπτει
τους δυο σάπιους κορμούς δέντρων
που κείτονται στη λάσπη
– των δυο εραστών τα κορμιά –
με τα γυμνά κλαριά σα χέρια
να κουνούν
φάσκελα
ή κραυγές:
«μάθε να ζης!»;
στ’ απάγκιο
να το ψωμί πλάι η γαβάθα π’ αχνίζει
να το μαχαίρι
πάρε το μαχαίρι να κόψης ψωμί
πάρ’ το μαχαίρι
πάρ’ το μαχαίρι σου λέω εργάτη:
απόψε
να προσέξης απόψε!
τούτη η νύχτα δεν είν’ όμοια με τις άλλες.
(Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου