Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Kώστας Βάρναλης - Για τον Καββαδία

 Ο Νίκος Καββαδίας, ο Μαραμπού. Έτσι τον ονόμασαν οι φίλοι του από τον τίτλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Ποιητής με καρδιά, με φαντασία και προσωπικότητα. Έφερεν ολότελα καινούργια ρίγη στη λογοτεχνία μας. Όλοι τον αναγνωρίζουνε και τον εκτιμούνε και ξέρουνε στίχους του απ’ έξω κι όμως κανένας δε μιλεί γι’ αυτόν. Κανένας κριτικός δεν τον αναφέρει έτσι για τον τύπο. Είναι ο «άγνωστος στρατιώτης» τού ποιητικού μας λόγου.

Δε σάς φαίνεται άδικο, κι όμως το φαινόμενο είναι πολύ φυσικό. Ό Μαραμπού, αγνό δημιουργικό στοιχείο (και άνθρωπος!), δεν ξέρει το άλφα της λογοτεχνικής επιτυχίας. Ολότελα απροσάρμοστος στα ήθη τού καιρού. Δεν έμαθε και δεν εφάρμοσε τη μεγάλη πραχτική αρχή της αγοράς: «Δε θα μιλήσουν οι άλλοι για σένα, αν δε μιλάς πρώτα εσύ για τον εαυτό σου». Αν έλεγε πώς είναι θεός, θα τον προσέχανε και κάτι θα έμνησκε από την κουβέντα. Άλλ’ ο Μαραμπού όχι μονάχα δε μιλάει για τον εαυτό του, παρά κι αν επιχειρήσει κανείς να του πει κανέναν καλό λόγο, σπεύδει να δηλώσει, πώς δεν αξίζει τίποτα.

Αυτή ή μετριοφροσύνη, ή υποτίμηση τού «εγώ», είν’ αντίθετη αρρώστια της μεγαλομανίας πού δέρνει όλους τούς άλλους. Γι’ αυτό θα πάει μπροστά, αλλά γεμάτος τραύματα ενώ οι άλλοι θα κοιμούνται μακάριοι ατό μαξιλάρι της μεγαλοφυΐας.

Είπα, πώς ο Μαραμπού είναι αγνό, δημιουργικό στοιχείο. Κι αν έφερε στη λογοτεχνία μας μαζί με τον εξωτισμό και τον «αμαρτωλισμό». Άγνωστες χώρες, μακρινοί ωκεανοί, ζωντανεμένα από ένα θαλασσινό, πού έζησε το θαύμα των εξωτικών οριζόντων και το δράμα του καθημερινού θανάτου, φυσικού και ηθικού. Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα «καταραμένος ποιητής». Κι όμως τα φοβερά αμαρτήματα των.... άλλων και τα δικά του (της φαντασίας του) εξαγνίζονται από τον ανθρώπινο έλεο. Όλες οι «πτώσεις» του είναι αγγελικές. Δεν έχουνε τίποτα από τον κυνισμό των χαλασμένων συνειδήσεων. Γιατί πάντα σχεδόν από τη λάσπη τού ξεπεσμού πετιέται ο πόθος των αγνών πραγμάτων, ο καημός του ιδανικού.

Ό,τι γράφει είτε πλαστό είτε πραγματικό, το νιώθεις γι’ αληθινό. Πολλοί γράψανε για θάλασσες και μακρινά ταξίδια, χωρίς να ’χουμε μπει σε πλεούμενο κι αντικρύσει τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ο Μπρετάνος ποιητής Τριστάν Μπερνάρ, πού αρχίζει τη σειρά των «καταραμένων ποιητών» στη νεότερη ποίηση, ο θαλασσογεννημένος, ο καμπούρης, τ’ «αηδόνι της λάσπης», πού τόσο αγαπούσε τον ωκεανό, ώστε στο Παρίσι (στο δωμάτιό του) κοιμότανε σε μια... βάρκα, θύμωσε πού ο Ουγκώ θρήνησε ρομαντικά τους θαλασσοχαμένους ναυτικούς και τού ’γράψε: «Τι καταλαβαίνεις εσύ από θάλασσα, παλιοστεριανέ; (sale terien!)». Ο Μαραμπού έζησε τη ζωή τού θαλασσινού και η ποίησή του δεν είναι φιλολογία.

Η συλλογή «Μαραμπού» είναι νεανικό έργο. Μαζί με τη φρεσκάδα της διάθεσης και την αλήθεια της συγκίνησης έχουνε τα ποιήματά του (συνήθως δεκαπεντασύλλαβα) την απλότητα της τεχνικής. Τα τελευταία, όμως, χρόνια μας έδωσε (σε περιοδικά) ποιήματα με πλήρη κατοχή της δουλειάς. Γλώσσα πλέρια δημοτική, στίχο καλοδεμένο - να πού πάει μπροστά!

Τα ποιήματά του τα διαβάζει κανείς, τα χαίρεται, και πάλι τα ξαναδιαβάζει. Δεν ξεχνιούνται εύκολα. Ξεχωρίζουμε μέσα σ’ αυτά: «Οι γάτες των φορτηγών». «Ένα μαχαίρι». «Η Μαϊμού τού Ινδικού λιμανιού». «Ένας Νέγρος θερμαστής από το Τσιμπουτί». «Ο πλοίαρχος Φλέτσερ». «Η πλώρη μου» κλπ. κι αυτό το τελικό αριστουργηματάκι του βιβλίου «Παραλληλισμοί».

Και να πώς από τη λάσπη ξεπετιέται στο ιδανικό: Τον λένε οι ναυτικοί κακοτράχαλο τομάρι, διεστραμμένο, πώς τραβάει χασίσι και κοκό κι έχει το κορμί του βαθιά στιγματισμένο με εικόνες σιχαμερές — κι όμως, όταν πέφτ’ η τροπική βραδιά θυμάται, μια παλιά του ευγενική γνωριμία:

Κι εγώ πού μόνον εταιρών εγνώρισα κορμιά

κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη, 

μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά 

και σαν προφήτη εκστατικός την άκουσα να μιλάει.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά 

ως έναν παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου 

και μια στην πλώρη μας μικρή της κάρτα ήταν για με 

όαση, πού ένας συναντά μες την καρδιά της Άμμου.

Κι ιδού μια άλλη στροφή από τις πιο δραματικές στην απλότητά της:

Στο ημερολόγιο γράφαμε: «Κυκλών και καταιγίς»

Εστείλαμε το SOS μακριά σ’ άλλα καράβια 

κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο ’Ινδικό 

πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Θα ρωτήσετε: Και πού θα τα βρούμε τα ποιήματά του; Πουθενά. Ή συλλογή του έχει χρόνια πού εξαντλήθηκε. Θα ’πρεπε ο ποιητής να την ξανατυπώσει — και μαζί όλα του τα καινούργια. Ας γίνει επί τέλους... γνωστός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου