Η Κατερίνα Γώγου μισάνοιξε τα βλέφαρά της. Η ματιά της ήτανε τζάμι θαμπωμένο από την κάπνα και την υγρασία. Η μέρα έξω έμοιαζε με νύχι κομμένο στραβά, μπηγμένο βαθιά στη σάρκα, έτσι που σε κάθε κίνηση να χώνεται βαθύτερα και να της προκαλεί πόνο.
"Αιχμαλωτίζεις τη στιγμή και την παγώνεις", συλλογίστηκε. "Είσαι καλά έτσι όπως είσαι ξαπλωμένη, κοιτώντας το ταβάνι. Αν γινόταν, δε θ’ άλλαζες τίποτα. Θα ’μενες για πάντα εδώ, συντροφιά με την ανάσα και το χτυποκάρδι σου".
Στο αντικρινό διαμέρισμα, κάποιος άκουγε ελαφρολαϊκά. Κάτω, στον δρόμο, αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπάλα στο προαύλιο του σχολείου. Κάποιο έβαλε γκολ και άρχισε να πανηγυρίζει. Κάποιο άλλο είπε ότι η μπάλα δεν είχε περάσει τη γραμμή. Άρχισαν να τσακώνονται.
"Δέντρο ήμουν κι έσπασα... ρίζα με λένε τώρα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου