4
Δεν ήταν τ' όνειρο αυθεντικό
αλλιώς γιατί, Χριστέ μου, σάπισε σα πτώμα;
Το πρόσωπο της πολιτείας πολύ γλυκό
μια κούραση αβάσταχτη στο στόμα
Ανόητες παγίδες φεγγαριού
τις γύρισε η άσφαλτος κομμάτια.
Ανέβα τ' άστρο του πνιγμού
με φλογισμένα απ' την αγρύπνια μάτια
Ανέβα τ' άστρο του πνιγμού
αίμα αδέξια χυμένο
η νύχτα φύτρωσε παντού
άλλο μη λες: "Θα επιμένω"
Ψάχνοντας στο μέτωπο του δρόμου
τις φλέβες τόσων υποσχέσεων
τα νύχια μάκρυναν του τρόμου
εις τον "συνήθη" τόπο εκτελέσεων.
Ωραίο κύμα... πώς ξεψύχησες
σκαλίζοντας στο βράχο μονοπάτι
που πίστεψες πολύ. Τι πίστεψες;
Χαθήκαμε! Χάθηκε το σκαλοπάτι
Λόγια μείναν ανεκπλήρωτα
Τα ποιήματα κατάντησαν να λεν αντίο.
Είναι ν' αφήνεις τα μάτια σου ανοχύρωτα
Μοναξιά, κλείσ' τα σα δύσκολο βιβλίο.
Μάριος Αφεντόπουλος (Μαρκίδης)
Περιοδικό Μαρτυρίες (δημοσ. Απρίλιος 1966)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου