Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Θανάσης Βαλτινός- Εξ αγχιστείας (απόσπασμα)

 

Όταν χήρεψε η μάνα μας, τριάντα δύο χρονών, αυτός κόντευε τα σαράντα. Κι όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πένθους της, μόνος του αυτός πήγε βρήκε την πεθερά της, δηλαδή τη γιαγιά μας, τη μάνα του πατέρα μας, και της γύρεψε να κουβεντιάσουν.

-Έχω τη δουλειά μου, της είπε. Παιδιά δεν κάνω. Και θέλω να την παντρευτώ τη Μαρίτσα.

Τη γιαγιά μας τη θυμάμαι αμυδρά, αλλά πρέπει να ήταν δυνατή γυναίκα. Έχοντας χηρέψει και η ίδια νέα, με τέσσερα μωρά επίσης, πίεσε τη μάνα μας που, δέσμια ενός αρχαίου ηθικού κώδικα, δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα, και την ανάγκασε να δεχτεί το γάμο.

Ο πατριός μας ήταν βαγενάς.

Κάθε καλοκαίρι, κατά τα μέσα Αυγούστου, έπαιρνε σ’ ένα ζεμπίλι τα εργαλεία του και κατέβαινε στον κάμπο της Μαντινείας να δουλέψει. Εκεί καθότανε μέχρι που άρχιζε ο τρύγος, επιδιορθώνοντας παλιά βαρέλια. Άλλαζε σάπιους παζούς, σπασμένες δόγες, τέτοια μερεμέτια. Ύστερα, με το τέλειωμα της εποχής, γύριζε πάλι στο χωριό.

Εμείς, που ακόμα δεν είχαμε συνείδηση του χρόνου, καταλαβαίναμε ότι ζύγωνε η ώρα  να  τον  ξαναδούμε,  από  την  ανησυχία  της  μάνας  μας.  Για  καμιά  βδομάδα  η ανησυχία της αυτή εκδηλωνόταν με ένα είδος μανίας για την πάστρα. Σάρωνε την αυλή, ασβέστωνε τις ξερολιθιές της μάντρας, έλιωνε και ξανάλιωνε τα νύχια της σφουγγαρίζοντας το πάτωμα με καρυδόφυλλα. Την τελευταία πια μέρα φαινόταν να καλμάρει λίγο. Σηκωνότανε πρωί, ζύμωνε, σκέπαζε το ψωμί να γίνει, κι όσο εκείνο φούσκωνε κι ανέβαζε αθόρυβα την υπομονή της, μας έλουζε, μας έδινε μια βρεγμένη φέτα στρωμένη με ζάχαρη και μας έστελνε να τον υποδεχτούμε στις Πλάκες.

Αν δε με γελάει η μνήμη μου, έχω κάνει αυτή τη διαδρομή τέσσερις ή πέντε φορές. Ωστόσο, θαρρείς και όλες ήσαν πανομοιότυπες, μέσα μου έχουν μείνει σα μία. Έμπαινε μπροστά ο Ντίνος κρατώντας την Όλγα από το χέρι και ακολουθούσαμε ο Βλάσης κι εγώ. Οι Πλάκες βρισκόντουσαν μια χιλιάδα μέτρα ψηλότερα από το σπίτι μας, ένα σύνορο που δεν το είχαμε ξεπεράσει ποτέ. Το έλεγαν έτσι το μέρος γιατί παλιά ήταν τούρκικο νεκροταφείο και σώζονταν ακόμα κάμποσα στενόμακρα αγκωνάρια, μπηγμένα κατακόρυφα στο χώμα. Πίσω από κει απλωνόταν ο υπόλοιπος κόσμος.

Φτάνοντας απάνω, η μέρα ντάλα  κι έρημη, καθόμασταν αράδα και τα τέσσερα, χωρίς να μιλάμε στην αρχή, αγναντεύοντας το μουλαρόδρομο που χανόταν τον κατήφορο. Από το δρόμο αυτό θα ερχόταν ο «πατέρας» μας.

Εκτός από την Όλγα, τη μικρότερη, οι άλλοι ξέραμε ότι δεν ήταν ο αληθινός μας πατέρας. Όμως πλάγιαζε με τη μάνα μας στο ίδιο κρεβάτι, μας αγόραζε παπούτσια δυο φορές το χρόνο και, όταν αρρωσταίναμε, μας κουβαλούσε στο γιατρό. Καθόμασταν λοιπόν και τον περιμέναμε. Σχεδόν πάντοτε αργούσε να φανεί. Κι εμείς στο τέλος, μην αντέχοντας άλλο να δακρύζουν τα μάτια μας από την ένταση, το ρίχναμε στο παιγνίδι. Έτσι, κάθε φορά ήταν τότε, όταν πια είχαμε ξεχάσει για ποιό λόγο βρισκόμασταν κει πάνω, που μας κεραύνωνε η φωνή του:

– Παδιά, σας έπιασα!

Σα να είχε έρθει δρασκελώντας τις κορφές, γυρίζαμε ξαφνιασμένοι και τον βλέπαμε λίγο μακρύτερα, έναν όρθιο Δία — το ζεμπίλι με τα εργαλεία ακουμπισμένο δίπλα του.

Η αμηχανία μας τον διασκέδαζε αρκετά, κι όταν η Όλγα πρώτη, η πιο αθώα, αμολιόταν  τρέχοντας  κατά  το  μέρος  του,  εκείνος  γέλαγε  τρανταχτά,  έπεφτε  στα τέσσερα  κι  άρχιζε  να  την  κυνηγάει,  γαβγίζοντας  σα  σκύλος.  Με  αυτό  τον  τρόπο γινότανε μπροστά μας η επανανθρωποποίησή του, και τότε μπαίναμε όλοι στο χορό, μέχρι που απόκανε ο ίδιος, σηκωνότανε λαχανιασμένος, έφτιαχνε τη λουρίδα του κι έλεγε:

– Πάμε τώρα, γιατί θα μας σκοτώσει η μάνα σας.

Άρπαζε την Όλγα από τις μασχάλες, […], την κάθιζε στο μπράτσο του, έπαιρνε με το άλλο χέρι το ζεμπίλι και κινάγαμε.

Η είσοδός μας στο χωριό ήταν ένας θρίαμβος. Όλοι όσους απαντάγαμε στη διαδρομή ήθελαν να καλωσορίσουν τον πατριό μας και σταματάγαμε σε κάμποσες αυλές. Σα να είχε λείψει πια χρόνια στην ξενιτιά. Δεν ξέρω αν όλοι τον αγάπαγαν, πάντως όλοι επέμεναν να τον κεράσουν και να αλλάξουν δυο κουβέντες μαζί του. Στο βάθος αυτές οι δυο κουβέντες δεν ήταν παρά το πρόσχημα – η ανάγκη μιας ζωικής εντελώς συνάφειας. […]

(Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, Άγρα, 1992)

αγχιστεία: η συγγένεια που δημιουργείται με το γάμο, σε αντιδιαστολή με τη συγγένεια αίματος.

2 βαγενάς = βαρελάς

3 παζός: η βάση του βαρελιού

4 δόγες = κυρτές σανίδες βαρελιού

5 πάστρα = καθαριότητα

6 ντάλα = καταμεσήμερο με πολύ δυνατό ήλιο

7 απόκανε = σταμάταγε από την κούραση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου