Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνου στα δέντρα για να βλέπονται τα πουλιά.
*
Αδιαφορούσα για τα λουλούδια – κείνες τις αδηφάγες μολόχες – που χάσκανε τα στόματά
τους και γαυγίζαν στο πέρασμά μου. Δεν τους έδινα ποτέ το δάχτυλό μου να το δαγκώσουν.
*
Τα σύννεφα παραμέρισαν λίγο και στο άνοιγμα πρόβαλε μισό κίτρινο φεγγάρι: Ένα μεγάλο
κέρινο αυτί που τσιτώθηκε καταμεσής τ’ ουρανού ν’ ακούσει.
*
Ο αγέρας ζώνει ολούθε το καμπαναριό˙ μέσα του είναι κλεισμένο ένα μικρό πράσινο ελάτι
που προσεύχεται αναμαλλιασμένο κι αλμυρό.
*
Ο ήλιος γιόμισε πορτοκάλια το δωμάτιο. Απ’ τα χαλιά ξεκόλλησαν πουλιά· καθώς πετούν
ολόγυρα, τα έπιπλα καθρεφτίζουν τις ωραίες τους φτερούγες που διώχνουν μακριά το
θάνατο.
*
Στη σκηνή σβήσαν τα φώτα. Η αίθουσα άδειασε. Ένα κερί πετάει από κάθισμα σε κάθισμα.
*
Μέσα στα μήλα είναι μωρά φχαριστημένα που γελάνε.
(Η Κρύπτη, 1959)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου