Οικογενειακό νεκροταφείο
Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά
η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους
Γενέθλιος τόπος
Πατρίδα των απόντων.
Οι φράχτες
κ’ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.
Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.
Μήκος χρόνου
Στον Μιχάλη Γκανά
Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
Εκείνος θα ‘ρχεται απ΄’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά-
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης
Άστρα
Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.
Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος
(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).
(Από την ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο”, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1983)
Νανούρισμα
Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.
Του λυπημένου
Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.
Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.
Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.
(Από την ποιητική του συλλογή “Με των αλόγων τα φαντάσματα, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1985)
Πένα που ξύνει το χαρτί
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Αλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει.
Πραματευτής κατέβαινε μεσ’ από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου!με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ
Αντιλαλώ σαν τρικλιτη βασιλική
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος-θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του
(Από την ποιητική συλλογη του Μιχάλη Γκανά, “Παραλογή”, εκδ. Καστανιώτη, 1993)
ΜΝΗΜΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ
Η ποίηση είναι γερόντισσα της υπαίθρου.
Έχει ρυτιδωμένο, μελανιασμένο δέρμα
Και πεντακάθαρα σπλάχνα. Το μικρό της
Κεφάλι ξεπροβάλλει μες από το δάσος:
Πεύκα, κυπαρίσσια, κλαδάκια φορτωμένα με χιόνι.
Μας φέρνει ένα δεμάτι ξύλα.
Λίγοι την βλέπουν κι αυτοί πάλι δεν ξέρουν
Σε ποιανού την πολυκατοικία θα ʽρθει να τʼ αποθέσει.
(Από την ποιητική συλλογή του Σωτήρη Παστάκα, “Η μάθηση της αναπνοής…σε τρεις κινήσεις”, εκδόσεις Μελάνι, 2006)
Πηγή: http://www.poiein.gr/2007/04/20/nthooio-idhnuaio-aeo-iithic-20-nuiea-iaou-adheeiath-odhynio-anaaaitho-adhssiaoni-eaiuoco-ianeudhioeuo-aiaaciiossaooc/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου