Ἐδῶ περιφέρονται κ’ οἱ σκιές τῶν προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρῶ πώς ἀνοίγει
τοῦ μεγάλου, ἀκατοίκητου παλιοῦ μας
σπιτιοῦ τό παράθυρο ὁ πατέρας μου.
Πώς βγάζει σιγά-σιγά τό κεφάλι, βγάζει
τό χέρι· μέ τό μεγάλο του δάχτυλο
μοῦ δείχνει στό βάθος κάτι
σάν ὄνειρο, κάτι σάν ἕνα περί-
πλανώμενο, ἄπιαστο, οὐράνιο
τόξο.
Τόν ρωτῶ
ἄν αὐτό πού βλέπει μπορεῖ νά εἶναι
ἡ ειρήνη. Μέ ἀκούει καί ἀθόρυβα,
χωρίς ν’ ἀπαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
τό παράθυρο πάλι ὁ πατέρας μου.
[Από το ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΩΡΕΑ, 1986]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου