Την ομορφιά της βλέποντας ο φλογισμένος Ήλιος,
οπού για μήνες δώδεκα τον κόσμο στεφανώνει
και στον εφτάδιπλο ουρανό πορεύεται ένα γύρο,
ο κυβερνήτης της φωτιάς, γι’ άλλη φωτιά πονούσε.
Τη λάμψη των αχτίδων του, της άμαξας τη φλόγα
με τον πυρσό τους οι Έρωτες τα είχαν υπερνικήσει
την ώρα που ροδίζοντας του Ωκεανού τα πλάτη
το φλογισμένο του κορμί ξέπλενε, και την είδε.
Γυμνή, κοντά στο δρόμο του, ξάνοιξε την παρθένα
να κολυμπά στα πατρικά νερά τσαλαβουτώντας.
Καθώς λουζόταν άστραφτε· θαρρείς φεγγοβολούσε
ολόγιομη κι ολόλαμπρη στα νάματα η Σελήνη.
Έστεκε η κόρη απέδιλη, μισόφαντη ως τη μέση,
τα ροδαλά της μάγουλα τοξεύοντας τον ΄Ηλιο.
Καθρεφτιζόταν στα νερά το θώρι του κορμιού της·
δε σκέπαζε τα στήθη της κανένα στηθοπάνι,
κι η στρογγυλάδα των λευκών μαστών ροδοκοπούσε
σφαντάζοντας μες στα νερά, που λες κι αντιφωτίζαν.
Την πάντρεψε ο πατέρας της με τον ουρανοδρόμο,
κι οι Ώρες καλοπόδαρες τραγούδησαν το γάμο
τον φωτεινό του Ηλιάτορα, το γάμο της Κλυμένης.
Μετάφραση: Φάνης Κακριδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου