Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Γιώργος Θέμελης- De Rerum Natura



Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
Ο ήλιος μες στην ψυχή μου.
Είναι ένας άλλος ουρανός.
Δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,
Αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.

Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
Το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,
Ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση
Που τα ’δαμε, κοιταγμένα για πάντα.

Βραδιάζει, ξημερώνει – κάποιοι συνομιλούν.
Ως να ’μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα,
Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας.
Τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.

Τα ’χουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
Τα κόκαλά μας από θάλασσα κι ασβέστη.

Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
Μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται
Την κατάφωτο όψη μας, το πρόσωπό μας.

Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.

Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,
Ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
Μαζί με τα πράγματα και τα βουνά.


Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,
Μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
Από τη γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.

Ως να ’μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.

Αυτή ’ναι η θάλασσα η πολύφωτη,
Που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
Ως με τον ύπνο, ως με τη σάρκα.
Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.

Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,
Μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,
Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.

(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα, και δεν παύει,
Δεν παύει ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας.)

Σ’ αυτό το ξύλο, μες σ’ αυτό το φως,
Σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
Την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,
Του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.

(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντρα;)

Με κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
Το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.

Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.
Αυτή την ώρα, σ’ αυτό τον ουρανό,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.

Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.

Σ’ αυτό το ακίνητο πρωί, θα στολιστώ,
Θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
Θα τρέξω ως τον καθρέφτη να κοιτάξω.


Ψάχνω το σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,
Φιλώ τη σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.
Ως να με κράζει κάποιος, με καλεί.
Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.

Τίποτα δεν αφήνω να πέσει καταγής και να χαθεί.

Φιλί με φιλί και ψίχουλο με ψίχουλο,
Χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα
Ξανά μες στην αγάπη μου, να σώσω την ψυχή μου.

Ό,τι αγγίξαμε, ό,τι αγαπήσαμε.


Ό,τι άγγιξα, θα ’ναι αυτό,
Που θα ’χω αγγίξει∙ ό,τι κοίταξα,
Αυτό που θα ’χω κοιτάξει,
Αυτό που θα ’χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.

Ό,τι κέρδισα, ό,τι αγάπησα.

Κι εγώ τι θα ’μαι τάχα, ποιο χέρι
Θα μ’ έχει συλλέξει, ποιο βλέμμα
Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.

Ποια μνήμη θα μου φέγγει να περνώ.

Κι εγώ κάπου θα ’μαι, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,
Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.

Το ειπωμένο μου θα ’μαι τραγούδι και θα φεύγω.

Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,
Αυτό που είπα, έκαμα, σκόρπισα,
Το φως που είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.

Μια φούχτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.

Μέσα στη δίψα η δίψα θα ’μαι, θα διψώ,
Θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.
Μέσα στη μνήμη η μνήμη, θα θυμάμαι,
Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.

Αν όλα λείψουν, θα μείνει το άρωμά μας.
Αν ακουστεί η φωνή μας, θα ’ναι τα δέντρα.


Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι, αντηχούμε,
Ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότου του θανάτου,
Μια πόρτα να χτυπάει, να κρούει η μνήμη.

Φωνή που σ’ άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
Φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,
Σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,
Σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,
Μες στην παντοτινή σου αντήχηση.

Ένας ήχος θα μας πάρει, ένας αντίλαλος.


Κινώ το σώμα, κινείται η ψυχή μου,
Το κοιμίζω, κοιμάται.
Αγαπώ, αγαπά η ψυχή μου,
Γεύεται το σώμα και το αίμα.
Οσφραίνομαι, οσφραίνεται η ψυχή μου.

Εγώ πίνω, εγώ διψώ
Μες στην ψυχή μου, εγώ πάσχω,
Εγώ πληγώνω τα δάχτυλά μου.

Ό,τι άκουσε μες από μένα
Η ψυχή μου, τ’ ακούει.
Ό,τι είδε η ψυχή μου, το βλέπει,
Γίνεται, αναφαίνεται
Μες σ’ ένα ξάστερο ουρανό.
Ό,τι άγγιξε, το μεταμορφώνει,
Το κάνει ζώο, φωτιά, πουλί,
Μες σ’ ένα αδιάλειπτο καθρέφτισμα.

Ό,τι αγάπησε, το ανάβει και το καίει.


Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου,
Ψωμί και φως, τον ύπνο και τον έρωτα.
Αχόρταστο το φως, άπληστος ο έρωτας.
Δεν θα χορτάσουμε ποτέ τη στέρηση,
Θα τρώμε και θα πεινούμε, θα διψούμε.

Τα δέντρα μας θα ’ναι σαν τα λειψά
Κορμιά, λιπόσαρκα, μισοφώτιστα,
Μοιρασμένα ανάμεσα σκότος και φως,
Ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση,
Ως να μη χόρτασαν ήλιο και βροχή,

Ως να γυρεύουν κι άλλο φως μέσα στο φως.

Το σπίτι μας θα ’ναι μισοσκότεινο
Μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο.
Ως να μη γέμισε ήχο και μνήμη,
Ως να μη χόρτασε όλο τον ύπνο
Μέσα στον ύπνο που κοιμηθήκαμε.

Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου.


Ένα πουλί πέταξε κάποτε: πετάει,
Ένας άνεμος, ένας καπνός.
Ένα φτωχό σκυλί μες στη βροχή.

Ως ποιο τέλος, ποιον ουρανό.

Όλα είναι πολύ σιμά, μπορείς
Ν’ απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις,
Πράγματα καθαρά και τελειωμένα,
Μέσα στο τότε, μες στο τώρα.

Και τα χαρτιά που σκόρπισε ο αγέρας
Και τα κουρέλια μέσα στα σεντούκια
Μυρίζοντας θύμηση και σήψη.
Σκουπίδια, σκουριασμένα καρφιά, παλιά παπούτσια.

Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Ό,τι γίνηκε είναι σαν ένας καρπός,
Μισοφαγωμένος καρπός μέσα στο στόμα.
Από που θά ’ρθει φαίνεται μες στην πορφύρα.

Εδώ το μάτι, εκεί το θέαμα.

Μια καμπάνα σήμανε: σώπασε,
Μια καμπάνα σημαίνει: αντιλαλεί.


Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
Και γίνομαι, όλο γίνομαι,
Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποκτήσω
Την ύπαρξή μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.

Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.

Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στον χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.

Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.

Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο
Παρόμοιο, γυρεύουμε το ένα τ’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω
Εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,
Παντοτινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.

(Ποιο χέρι τα κινεί και τα σωριάζει,
Τα χτίζει και τα γκρεμίζει.
Ποιος μας σωριάζει μες στον χρόνο.)

Δεν ακούγεται τίποτα κι όλα αντηχούν,
Ως να ’ναι παύση μες στον χρόνο,
Ως να ’ναι παύση κι όλα πρόκειται ν’ αρχίσουν
Απ’ την αρχή: οι ομιλίες, τα βήματα, η μουσική.


Δεν ξέρουν τίποτα, έχουν ξεχάσει
Από πού έρχονται και πού πηγαίνουν,
Τι ελπίζουν, τα αιώνια πράγματα.
Ως να μην έχουν τόπο να σταθούν,
Ήλιο δικό τους, πρόσωπο, θάνατο,
Μοίρα δικιά τους άλλη απ’ τη δικιά μας.

Για ποια έσχατη κρίση, ποια εξαφάνιση.

Από μας παίρνουν, απ’ τα χέρια μας,
Το καθαρό τους σχήμα και μας μοιάζουν.
Φως απ’ το φως και θλίψη από τη θλίψη μας.

Θρηνούν, όταν θρηνούμε — έναν θρήνο άφωνο.
Αντανακλούν τη λάμψη μας μέσα στη νύχτα.

Όταν πεθαίνουμε, μένουν ακίνητα,
Χτυπημένα από μια τέλεια σιωπή,
Ανάμεσα φώτα, στέφανα και μουσική.

Έχουμε τον ίδιο ύπνο, τον ίδιο δρόμο, το ίδιο αργό μέλλον.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη,
Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.

Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.

Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν,
Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θα ’παιρνε για να φανεί
Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,
Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κι αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:
«Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός».
Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
Ταφή και θρήνο — δίχως ανάσταση.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου