Κλείδωσε κι άφησε το κλειδί στην πόρτα. Μέσα απ το σπίτι ακούγεται η μουσική. Τη νύχτα κατεβαίνουν οι κωφάλαλοι και ανακατεύουν τους στερημένους φθόγγους. Και οι πεθαμένοι μουσικοί της πλατείας, αποστηθίζουν τις σβησμένες νότες απ το πεντάγραμμο της ζωής του.
Ξυπνάς και με θυμάσαι. Με τόσες καλημέρες που μου στέλνεις, ποτέ δεν θα νυχτώσει Με τόσα άνθη αλλάζουν φόρεμα και τα θλιμμένα σύννεφα, δοκιμάζουν καινούργια χρώματα για να απαλύνουν τη σκοτεινή βροχή, που απ το πρωί προετοιμάζουν. Μα εσύ αμίλητη με την ομπρέλα σου, το μαύρο περιμένεις.
Σκόρπια τα φύλλα, μαραγκιάζουν μες στων ανέμων την επάρκεια. Βιάστηκε απόψε το φεγγάρι, μεγάλωσε κι έγινε Πανσέληνος. Δείχνει μια έπαρση κάθε φορά που μεγαλώνει. Πίσω απ το ξύλινο τηλεγραφόξυλο, θέλει να στείλει με τα σύρματα, φωνές απ τον παλιό καιρό. Κι εμείς πιο συνετοί, πιο σκεπτικοί, καθώς κάποια στιγμή η ζωή θα γίνει μνήμη.
Τα Ανερμήνευτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου