IV
Όλο και βρέχει απαρηγόρητα.
Το παρελθόν τι θλίψη π' όχει.
Των χινοπωριασμάτων το στοιχειό
σκορπάει τη μοναξιά σε κάθε κόχη.
Γιόμοσε ερμιά η αυλή μου που χορτάριασε,
θλίβουνται τα νερά μ’ άμοιρες μνήμες.
Στους δρόμους σέρνεται η παράμερη ζωή
που αράχνιαζε σε έρημες ρίμες.
Τραβιούμαι στα όνειρά μου τ’ απαράμοιαστα
κι εφταδιπλώνω την ψυχή μου στα όνειρά της,
στην αγκαλιά της μοναξιάς μου γέρνοντας,
σα με χαϊδεύουν τα γυναίκεια τα μαλλιά της.
VI
(Στη κυρία Μέλπω Δημητριάδη)
Όλο και βρέχει απαρηγόρητα.
Της ώρας το φευγιό τι θλίψη πόχει!
Του χινοπώρου το φιλέρημο στοιχειό
σκορπά τη μοναξιά σε κάθε κόχη.
Γιόμισ' η αυλή μου απουσία και χορτάριασε.
Θλίβουνται τα νερά με άμοιρες μνήμες.
Στους δρόμους σέρνεται η παράμερη ζωή,
που αράχνιαζε σ' έρημες ρίμες.
Τραβιέμαι στα όνειρά μου τ' απαρόμοιαστα
κι εφταδιπλώνω την ψυχή μου στα όνειρά της:
στην αγκαλιά της μοναξιάς μου γέρνοντας,
μεθώντας με ίσκιους μιας ζωής φευγάτης.
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1457
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου