Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

Jack Hirschman-Ποιήματα

 ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ [1953]

Εκείνος ο άνεμος, εκείνος ο άνεμος υδάτινων φωνηέντων
Που στροβιλίστηκε απ' τα ωδικά οστά
Αυτού που θέρισε έναν κόσμο μουσικής
Με του λαιμού την άρπα, και αγίασε τα ουράνια
Μέσα στις σπηλιές του αυτιού,
Με αγαλλιάζει ακόμα, ριπίζει με μουγκανιστή φλόγα
Το δυστυχισμένο αίμα, και αντισταθμίζει
Την ελεγεία μέσα στην ολολύζουσα νύχτα.

Εκείνη η γραφίδα, εκείνη η γραφίδα που ξεπρόβαλλε
Από την ποίηση θαλασσών, μουντζούρωσε
Τις Βίβλους ενός παιδιού πάνω σε σκουριασμένα φύλλα
Και τα έκανε να πετάξουν,
Έσκισε την καλυμμένη αναρχία
Του σακατεμένου ήχου και της απόκρυφης λέξης,
Και κατάπιε άδειες γραφές
Με τον κατακλυσμό της ανάσας της.

Εκείνο το θάνατο, εκείνο το θάνατο, την κατάρρευση
Του μυαλού, το στόμα που η έκρυσή του
Αγίασε το υαλογράφημα
Ενώ η παγερή βροχή του Νοεμβρίου χτυπούσε τη μοίρα,
Καθόλου δε θρηνώ.
Διότι στη φτώχεια των ημερών, φουσκώνω
Από τις ολοκληρωμένες ωδές, απ' το στόμα
Της χορωδίας των κωδωνοκρουστών νεκρών.

*


ΤΟ ΑΚΑΤΟΝΟΜΑΣΤΟ [1987]

Υπάρχει μία λέξη
για την ανεμπόδιστη ευτυχία
μετά τον έρωτα,
τον ανήσυχο ύπνο που γεννάει
το ποίημα,
τη διαύγεια την άλλη πλευρά της γεύσης
του ποτού και της νικοτίνης
ή του αρωματικού καπνού,

τις μυρωδιές απ' οπουδήποτε
που εισβάλλουν ευωδιαστές –

Ω απλέ ύπνε του σιτάρ
του σώματος,
σε παίζω με τις βλεφαρίδες μου
όπως οι κεραίες
μίας κατσαρίδας
γράφουν τον καφέ της στίχο
σε ένα ψίχουλο στο κελάρι.
Είναι μια εποχή όπου
όλα κατασκευάζονται
σαν τον αντίχειρα και τον δείκτη.

Ο ήλιος γεννιέται
απ' τ' ωάριο στο φεγγάρι
των γοφών σου˙
θα χρειαστεί όλη τη νύχτα, το σπέρμα μου,
τα θραύσματα κατά μήκος της θάλασσας,
τα όνειρά σου, και ύστερα
θα ανήκει στον υπόλοιπο
κόσμο ξανά.

Δεν γνωρίζω τη λέξη σ' αυτή τη γλώσσα
για το ιντερλούδιο ανάμεσα
στο σώμα σου και τη βύθιση
του δικού μου στον ύπνο,
μα ποτέ δεν είναι το ποίημά μου
περισσότερο ποίημα,
ούτε η ακινησία
τόσο ώριμη.
Είμαι σαν τη λέξη σταφύλι
ή νεραϊδένια, η πράξη
της γραφής με διεγείρει,
δεν αποκοιμιέμαι μα ξεραίνομαι
στον ύπνο πλάι σου
σάμπως μεθυσμένο μελάνι
κυκλωμένο από ένα σώμα
με υφή σταφυλιού

οι τρυφερές σου χειρονομίες
πάντα αφήνουν κηλίδες
ανεξίτηλων τόνων.


*

Η ΕΥΤΥΧΙΑ [2001]

Υπάρχει μια ευτυχία, μια χαρά
μες στην ψυχή, που θάφτηκε
ζωντανή μες στον καθένα
και ξεχάστηκε.

Δεν είναι το αστείο σου στο μπαρ
ή τρυφερό, οικείο χιούμορ
ή φιλική στοργή
ή μεγάλο, ευφυές λογοπαίγνιο.

Είναι οι ζωντανοί διασωθέντες
αυτού που συνέβη όταν η ευτυχία
θάφτηκε ζωντανή, όταν
πια δεν έπαιρνε το βλέμμα

από του σήμερα τα μάτια, και δεν
εκδηλώνεται ακόμα κι όταν κάποιος
από μας πεθαίνει, απλά απομακρυνόμαστε
απ' οτιδήποτε, μόνοι

με ό,τι απέμεινε από μας,
συνεχίζοντας να είμαστε άνθρωποι
χωρίς να είμαστε ανθρώπινοι,
χωρίς εκείνη την ευτυχία.

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Εσύ, που άστραφτες, βροντούσες και τη σημαία
από αίμα και τριαντάφυλλα ανέμιζες,
ζυμωτή του ψωμιού του ποιήματος,
απέθαντε σύντροφε του διθυράμβου
και της ελευθερίας,
εσύ που την αυτοκτονημένη σου ζωή
ωσάν σιδηρουργείο κουβαλάω,
που πρώτος δρασκέλισες τον δρόμο
ετούτου του αιώνα,
άντε, ήσουνα ο πρώτος
που τραγούδησες μέσα από τη φτωχογειτονιά των σκουπιδιών
και τα μόρια τα αλυσοδεμένα
με χιλιάδες χθες,
καθαριστή της σάλτσας της ιστορίας
από το στόμα των τετράπαχων ψεμάτων,
υπηρέτη της επανάστασης,
εσύ που, ανάμεσα στους ανθρώπους, με σφοδρότητα επιτέθηκες
στα κάτωχρα χείλη της απάθειας
και της ουδετερότητας,
όχι σαν άντρακλας δειλός,
όχι σαν όμοιος με εμένα
μα σαν νυγμός και ορμή
μάζας και ενέργειας
αναγγέλλοντας τα πανύψηλα της ανθρωπότητας
τοτέμ τα ελευθερωμένα από την καλύβα,
εσύ ρώσε πιο αμερικανός
παρά άγγλος,
εσύ καταστροφέα του σαββάτου
και ισοπεδωτή κάθε λογής ηλιθιοτήτων
και θρησκευτικών αερολογιών,
έχω τραβήξει τη σφαίρα
τόσες φορές από τον εγκέφαλό σου
που θα μπορούσα με το όνειρό σου
να ταΐσω εκατό ένοπλους αγώνες.

*

ΣΠΙΤΙ

Ο χειμώνας ήρθε.
Στα κατώφλια των σπιτιών, στα σοκάκια, τα σκαλιά
των εκκλησιών,
κάτω από χαρτόνια, κάτω από κουρελιασμένες κουβέρτες
ή, αν τυχεροί, σε τσουβάλια πλαστικά,
έπειτα από άλλη μία ημέρα ταπεινώσεων,
κοιμισμένοι,
ξεπαγιάζοντας,
απομονωμένοι, ξεχωρισμένοι, αδέκαροι,
άνεργοι, αγκομαχώντας, βρόμικη
σάρκα γύρω από κόκαλα παγωμένα,
είμαστε εμείς, είμαστε εμείς στις Ηνωμένες Πολιτείες,
τσιμέντο σκληρό, μαξιλάρι παγερό,
πού φωτιά; πού ποτό;
αναθεματισμένα κουφάρια στα αζήτητα
σύντομα και αν, και ποιον τον ενδιαφέρει;
ρίγη τόσο βαθιά,
τα χέρια μας κλεισμένα τελικά σφιχτά
έπειτα από άλλη μία ημέρα επαιτείας, με τις γλώσσες
κρεμασμένες˙
οι σκύλοι έφαγαν περισσότερο σήμερα, στα πόδια κρεβατιών
κουλουριασμένοι, μπορούνε να ρευτούν, να κλάσουν,
υπάρχουνε νοσοκομεία να τους πάνε,
θα βγουν από τα σπίτια και θα μας μυρίσουν
κάποτε νεκρούς,
περιττώματα διασκορπισμένα εδώ
σε μία πόλη Αμερικανική
που φημίζεται για το φαγητό και τον πολιτισμό της.
Το τσιμέντο ο σκληραγωγημένος μας ιδρώτας,
η γέφυρα το αίμα μας το απέθαντο˙
στο κέντρο, τα φώτα από το Τέντερλοϊν και
το Μπρόντγουεϊ─ τα αιμοσφαίριά μας μεταμορφωμένα
σε διαφημίσεις˙
ο σφυγμός μας ο ήχος τενγκτενγκεντένγκ
των νομισμάτων που σωρεύονται σε ταμεία,
θαλάμους τηλεφωνικούς, αυτόματους πωλητές, τενγκτενγκεντένγκ
παρκόμετρα, φλιπεράκια,
δημόσια αποχωρητήρια, διόδια˙
το δέρμα μας μετατρεμμένο σε χαρτονομίσματα,
κάρτες πλαστικές, τραπεζογραμμάτια, αμπαζούρ
για διοικητικά στελέχη, εφημερίδες,
τουαλέτας χαρτί˙
η καρδιά μας─ το ματωμένο όργανο που το Κράτος
καταβροχθίζει σάμπως νούμερο σε ένα θέαμα
που εξελίχθηκε σε εθνικό τσίρκο των καταραμένων.
Ω δολοφονικό σύστημα των πολεμοφοδίων και των απάνθρωπων δικαιωμάτων
που λεηλάτησες τις τσέπες μας και την αξιοπρέπειά μας,
Ω επιχείρηση του εγκλήματος που μας αποκαλείς εγκληματίες,
τρομοκρατία που διαλαλείς ότι φοβόμαστε,
απληστία που μας εκδιώχνεις από τα μέρη που εμείς οι ίδιοι χτίσαμε,
άθλιοι καπηλευτές του πολέμου που μας καταδικάζετε στη δυστυχία και την δημόσια έκθεση σάμπως μάστιγες κοινωνικές προκειμένου να διατηρήσετε μία ρυπαρή δημοκρατία καθαρή─
αυτή τη φορά δεν θα εξαφανιστούμε
στο κέντρο της πόλης σε γκέτο γειτονιές ή σε νεκροτομεία,
αυτή τη φορά οι αριθμοί μας ανέρχονται σε τάγματα ηνωμένων κραυγών:
Θέλουμε τα άδεια γραφεία που γεμίζουνε σκόνη!
Θέλουμε τους κινηματογράφους από τα μεσάνυχτα ως την αυγή!
Θέλουμε τις εκκλησίες ανοιχτές 24 θεούς τη μέρα!
Εμείς τα χτίσαμε. Μας ανήκουνε. Τα θέλουμε!
Όχι άλλα κατώφλια, σοκάκια με σκουπιδοτενεκέδες,
όχι άλλα νεκροταφεία αυτοκινήτων,
υπόγειες φτωχογειτονιές στους υπονόμους.
Θέλουμε δημόσια στέγαση!
Όχι άλλους σωλήνες με ποντίκια, σπηλιές γεμάτες μπάζα,
όχι άλλο νοτισμένο από τη βροχή χώμα στο στόμα,
εφιάλτες άδειων κάδων ότι τους ρίχνουνε απανωτά σπασμένα τούβλα και σκουπίδια,
κραυγές γυναικών με παραισθήσεις στις πόρτες εισόδου του υπόγειου σιδηροδρόμου,
όχι άλλα παιδιά με δόντια που τρίζουνε θανατερά με πεταμένα παλιόρουχα ντυμένα.
Θέλουμε δημόσια στέγαση!
εμείς οι βετεράνοι των παράλογων πολέμων σας,
εργάτες ρημαγμένοι μέσα στην άνεργη λήθη,
οι νεαροί: δάχτυλα λιανισμένα από την ελεημοσύνη στην Οδό των Πενταροδεκάρων,
οι γερασμένοι: φλέμα από το άρρωστο εταιρικό στήθος των Κερδών.
Αντί για βιασμένο σεβασμό, δουλειές
για να ζήσουμε!
Αντί για εξορία και έξωση σε αυτό,
το σπίτι μας, τη γη μας,
Πατρίδα μία για πάντα
για έναν και για όλους
και όχι ετούτη την κουτσή κραυγή που με το δεκανίκι εκλιπαρεί
σε ένα πεζοδρόμιο βροχερό για να της παρασχεθεί βοήθεια.

Από την ανθολογία “Μονοπάτι: Ποιήματα 1952 – 2001”, Εκδόσεις “Απόπειρα”, Αθήνα 2019. Μετάφραση: Χρήστος Αγγελακόπουλος.

Πηγές: exitirion.wordpress.com

https://tokoskino.me/2021/08/23/jack-hirschman-1933-2021-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου