Στήν Καλλιόπη Νακοπούλου
Στόν ἀντίκρυ μου τοῖχο, ὅταν ἔσβυνε
τὸ φῶς τά μεσάνυχτα, δέσποζε
μιά εἰκονίτσα τῆς Παναγίας. Ἡ ἀστραπή στὸ παράθυρο,
μές στόν ὕπνο μου, νόμιζα πώς δέν ἦταν παρά
ἡ γλυκιά ἀντηλιά ἀπ’ τό ἐπίχρυσο χέρι της
πού τό σήκωνε στὸ σκοτάδι·
προσευχόταν στά τηλεφωνικά σύρματα νά μοῦ φέρουν
ἀπό μακριά μιά φωνή, στόν ταχυδρόμο στόν κύριο Πόρτουνιε
νά μοῦ φέρει ἕνα γράμμα, στόν κεραυνό ν’ ἀπομακρυνθεῖ.
Ἀλλά ἐκεῖ ποὺ δεότανε, κ’ ἔλπιζε,
θαρροῦσα πώς ἄκουγα γιομάτη ἀπό ἔντρομο
σπαραγμό τήν κραυγή της, μαζί μέ τόν πάταγο μιᾶς
χιονοστιβάδας πού ὀλίσθαινε, ἀθέατη, ἔφτανε,
γκρεμιζόταν ἀπανω μου καί μέ σκέπαζε.
[Το ποίημα πρωτοδημοσιεύθηκε στον 3ο τόμο της ΟΔΟΙΠΟΡΙΑΣ, 1972
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου