ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ 1896
Τὸ παράθυρο διάπλατο στὰ σκότη.
Δροσιὰ κοιμητηρίου στὰ κόκκαλά μου.
Δέντρα ζοφερά, μυστηριώδη
ἄγνωστα δάση πνίγουν τὰ μυαλά μου.
Ἐπιμένουν γιατροὶ καὶ νοσοκόμες
πὼς εἶναι ἡ νύχτα μόνον, σπαρμένη ἄστρα.
Ἀγαλινά, μὲ ξέπλεκες τὶς κόμες
τοὺς δείχνω κομῆτες, οὐράνια κάστρα
συννεφοκαβαλικευτά, νὰ πλέουν πάλι.
Σιχαίνομαι νὰ ζῶ στὸν Καιάδα
ποὺ ἐρρίξατε τὸν ἀδερφό μου Κώστα Κρυστάλλη.
Διατείνομαι πὼς ἦβρα στὴν Ἰλιάδα
χυμένη λάβα, ἀπ’ τοῦ ἡλίου τὸ μολύβι.
Στὰ χρυσόλευκα κενά της, οἱ στίχοι μου κύβοι.
Τὸ ἀλάλητο αὐτῆς τῆς ψεύτρας πλάσης
Ἀρχάγγελε, ψευδώνυμος τὸ ’χω περάσει.
II
Βγάζεις τὸ βαμβάκι ἀπὸ τὸ στόμα
καὶ τὰ τζάμια ἀχνίζουν δροσοστάλες.
Τῶν ματιῶν σου οἱ κόρες ἀπὸ χῶμα
φέρνουνε φυτῶν ὀσμές, ψιχάλες.
Πέτρα εἴμουνα καὶ πέτρα θὰ γινῶ.
Πέφτουνε κυπαρισσόμηλα στὸν ὕπνο,
κι ἕνας καλογιάννος κάνει λίκνο
καὶ φωληά του τὸν κρυφὸ οὐρανό,
τοῦ δικοῦ σου τόπου, τῆς δικῆς σου γῆς.
“Τώρα τὰ χαράματα, ὅταν βγεῖς”
–μοῦ σφυρίζεις– “στὸ παληὸ ποτάμι,
βάλε ἕνα κεράκι στὸ νερό,
τὴν αὐγή, ποὺ τρέχει καθαρό,
πρὶν θολώσει, στῆς ἡμέρας τὸ χαράμι”.
*Από την ενότητα «TPIΠTYXO ANEΠIΔOTO KAI ANAΣTAΣIMO ΓIA TON XPHΣTO MΠPABO. ΑΠΡΙΛΙΟΣ, 1987» στην ποιητική συλλογή Κατόπιν Εορτής, Ερατώ Αθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου