ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Βλέπω τὰ βουτυρόπαιδα νὰ γράφουνε ρετρὸ σονέττα
καθὼς νὰ πλέκουνε σεμαὶν οἱ κορασίδες.
Θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ, ἀκόμη μία, νέτα-σκέτα:
Δὲν γίνονται σ’ ὅλους, λέξεις οἱ Ἀτθίδες.
Σοῦ τό ’χα εἰπεῖ στὸ ≪Ἂχ-Βὰχ≫ καὶ στὸ ≪Ἅμα Λάχει≫
–κυρίως στὸ καρβουνάδικο τοῦ ὑλοτόμου–
πώς, κάμε ὑπομονή, κι ὅπως καὶ νὰ ’χει
νὰ τραγουδᾶς ≪μεγάλος πειρασμὸς ὁ ἑαυτός μου≫.
Doctores philosophiae et omnium rerum
(Utilium), χάσκουνε μὲ γουρλωμένα μάτια,
μπροστὰ σὲ μίμους φωνασκούς. Δὲν ξέρουν,
τὰ δάση μὲς στὴν θάλασσα καὶ τοῦ βουνοῦ τὸ ψάρι.
Βλέπω καλώδια κι ἱστοτόπους μὲ φωτογραφίες
νεκρῶν ποὺ ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἦρα εἶναι τὸ στάρι.
Βλέπω νὰ πνίγεσαι, σὲ βλέπω δίχως φράγκο,
σ’ ἕνα ντοβλέτι ποὺ τὸ ρήμαξεν ἡ φύρα.
Ξαναγυρνῶ στοὺς κοιμηθέντες. Τὸν σκοπό μου σφύρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου