Θανατερή δίνη
γυμνό λεπίδι του μύθου
σαν άνοιξε η πέτρα κι’ έμαθε
πως ο ήλιος πληθαίνει σε ξένους τόπους
γλιστρά και φεύγει στις ρεματιές
ξηλώνει της νύχτας τα καρφιά
των άστρων τους καθρέφτες
αγγίζει τις ρυτίδες αγαπημένων
καθώς βυθίζονται στο αόρατο φως
-Ω, ασάλευτο καλοκαίρι
στο στήθος της γυναίκας, τι γυρεύεις –
ο κόσμος φλέγεται
στην αιωνιότητα της εικόνας
την ανώλεθρη
που κάρφωσε άξαφνα μια νύχτα
ο Αναξίμανδρος
στα στιλπνά μάτια της Καλυψώς
όταν γύρευε το μελάνι του δάσους
στο βαθύ ύπνο του απείρου
στ’ αγρίμια του ουρανού
ενώ ο κόσμος πέθαινε πιο λευκός
ανάμεσα σε δυο κοιλάδες της Λομβαρδίας
πάλευε στο κίτρινο ποτάμι
στο νησί του Luo Yan
κάτω από την έρημη γέφυρα του Yangtze
πριν κλείσουν τα μάτια τους οι μέλισσες
και το ποταμόπλοιο ξεχάσει τις αποσκευές
της όμορφης κόρης που ονειρεύεται
όρθια στην κουπαστή
το χιονισμένο σώμα της σελήνης
με την ίδια ταπεινότητα του καπετάνιου
που λαχταρά ένα κορμί
σε κρυφό λιμάνι
ενώ τ’ άλογα δακρύζουν
στο αλλότριο φως
καθώς ο θάνατος αλλάζει
ο θάνατος έχει αλλάξει
τ’ άδεια δόντια της νύχτας έχουν αλλάξει
όπως το σώμα αλλάζει ψυχή
και το σώμα έχει αλλάξει
και ο αγέρας
θυμάται τα σκοτεινά μαντάτα
Κώστας Γουλιάμος, Υγρό γυαλί, εκδ. Gutenberg, 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου