το καλοκαίρι που αγαπούσαμε απομένει.
Στις καταχνιές μέσα, μαζί με τη θλιμμένη δύση,
το καλοκαίρι που αγαπιώμαστε έχει σβήσει.
Τάχα δεν είναι διαλεχτή κ’ η ώρα
νοτιάς το χώμα σα μουσκεύη;
και φύλλα, φύλλα πέφτουν πεθαμμένα,
στις στέρνες μέσα, φύλλα, πριν την ώρα, ένα προς ένα;
…παίζει, σαν άχνη ξέχρωμη, λίγη αντηλιά απ’ τη δύση
στο δρόμο, μέσα απ’ τ’ άτρεμα κλαριά που έχουν μαδήσει…
Φανταστικά τον άγριο σχοίνο, κάτω στο χωράφι
σαν να τον ζώνη κέρινη φλόγα πολλή, από θειάφι…
…Κάποτε, ειν’ οι καρδιές τα φύλλα που οι νοτιές ποτίζουν
και τα σκουντούν στα τρίστρατα και τα κλωθογυρίζουν…
Κάποτε είναι μια αγνώριστη ευωδιά που αναστενάζει:
η βλάστηση που σήπεται, όλη μαζί, τη βγάζει.
Κάποτε ξένος έρωτας ανώφελα προσμένει
να ζεσταθή απ’ την έρημη καρδιά μας που πεθαίνει.
1934
από το βιβλίο Η χαμηλή φωνή (επιμ: Μανόλης Αναγνωστάκης), εκδ. Νεφέλη, 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου