(Αφήγηση για τα παιδιά) |
Ήσυχοι ήμασταν, ας πούμε,εδώ που ’λαχε να ζούμεμες στη ζέστη την ογρήμες στη Μέση Ανατολή.5Φούσκωνε και το ποτάμι,φούσκωναν και τα μυαλάκι ήμασταν σαν το καλάμιστην παχιά ακροποταμιά.Όταν ήρθανε οι αντάρτες10με πιστόλες και με χάρτεςνα ταράξουν τη ζωή μας.Ήρθε ο Ρούκος, ήρθε ο Ντύμας,ο Κατάρλης με τον Πύρο,κι ο Δεσπότης με τον Τζίρο,15και τους βάλαν στ’ αψηλάμε χαφιέδες και δροσιάνα θυμούνται τα βουνά. «Τί γυρεύουν; Τί γυρεύουν;»φώναζαν στις παροικίες.20«Τί γυρεύουν; Τί γυρεύουν;»φώναζαν στις νταχαμπίες.«Ποιός τους έφερε δω πέρανα μας πάρουν τον αέρα;»«Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;»25«Αλλ’ αυτοί μάς αγαπούνκαι δε θέλουν την αμάχηστους λαούς που πολεμούνγια να ζήσει η ανθρωπότηέξω απ’ της σκλαβιάς τα σκότη».30«Μην τους φέραν οι Αραπάδεςγια να πάρουνε μπαξίσι;»«Αδερφέ μου, οι Ελληνάδεςπου γλεντούν σε κάθε κρίση,αυτοί πάλι βρήκαν κάτι35να μας κόψουν το ραχάτι». Κίτρινος και σιωπηλός,όταν τον ρωτήσουν κάτι,μ’ ένα νεκρωμένο μάτιτους κοιτάει και τους ρωτά:40«Πού τα βρήκατε όλα αυτά;Τί ’ναι αυτός ο λουκουμάς;Άρτζι μπούρτζι και λουλάς,πράσινα άλογα και θειάφι,δεν τ’ αφήνετε στο ράφι45με μια τρύπια κατσαρόλα,μ’ ένα πράσο, με μια φόλα—μολονότι ορθόν θα ήτονανα ρωτήστε και το γείτονα,να ρωτήστε το χασάπη,50να ρωτήστε τον αράπηπου πουλάει ζεστά σουδάνιακαλοχώνευτα και σπάνια». Οι αντάρτες σαν τον είδανπήγε να τους φύγει η βίδα.55Μέρα - νύχτα συζητούσαν,μέρα - νύχτα πολεμούσαν,για να βρούνε κάποια λύσηστης Ανατολής την κρίσηπού ηταν πια μασκαριλίκι.60Μα οι Εγγλέζοι που τους θρέφανχωρίς να πλερώνουν νοίκι,έπαψαν να παίζουν πρέφακαι σα να μοιράζαν κόλλυβατους εμάζεψαν αθόρυβα65και τους στείλανε ξανάστα ψηλά τους τα βουνά. «Τα Περιστέρια» 5. 9. – 24. 10. 1943 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου