χαρισμένο στη Νικολέττα Σίμωνος
για τη γιορτή της
Γυμνώθηκε η καρδιά μου σαν το φίδι
που το πουκάμισό του πιά δεν θέλει·
στα δάχτυλά μου τη θωρώ να ενδίδει
κυλώντας με πληγές, αλλά και μέλι.
Μα πού ’ναι τώρα οι σκέψεις που φωλιάζαν
μες στις πτυχές σου; Πού ’ν’ το ωραίο τους κόρο;
Πού πήγανε τα ρόδα που ευωδιάζαν
τον Ιησού, μα και τον Εωσφόρο;
Φτωχό στρατσόχαρτο, που ’χεις σβησμένη
τη φλόγα στο φανταστικό μου αστέρι!
Περγαμηνή μου γκρίζα! – πονεμένη
απ’ όσους έρωτες έχω υποφέρει…
Σ’ εσένα βλέπω τα έμβρυα της γνώσης,
τις μούμιες από σκελετούς και στίχους,
παλιάς αγνοίας μου τις επιδόσεις
και μυστικών ρομαντικών τους ήχους.
Σε τοίχο πάνω λέω να σε αναρτήσω
μες στο αισθηματικό μου το μουσείο,
στου πόνου μου το κρίνο νά ’σαι το ίσο,
που θα κοιμάται σκοτεινό και κρύο.
Ή πάνω από τα πεύκα να σε βάλω
–βιβλίο, να μιλάς για το μαράζι–
τις τρίλιες να διδάσκεις και τον σάλο
που προκαλούν τ’ αηδόνια, σαν χαράζει;…
Ιούνιος 1918, Γρανάδα
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου