΄Ακουσα χτύπημα, τάκ-τάκ, στην πόρτα,
θα΄ ναι οι Μάγοι, είπα, οι τρείς Μάγοι με τη δάφνη τους,
ώ, αγαλλίαση˙ κι άνοιξα. Κανένας.
Βγήκα στην μπαλκονόπορτα.
Να τ΄ άστρο, τ΄ άστρα μάλλον, πόσα άστρα
μ΄ εύηχα ονόματα, Ανδρομέδα, Ωρίων, πόσα.
Κάποιο απ΄ αυτά θ΄ ανήκει στα Χριστούγεννα,
κάποιο απ΄ το μακρινό φεγγίτη του
θα΄ φερε χιόνι, γκάιντα και προβιά
καθώς κι ελπίδες ή όρκους.
Κάποτε. Όλα αλλάζουν, άλλαξαν,
τώρα η βραδιά ζεστή, μοτοσακό τη διαπερνάνε
κι εκείνος ο κόμπος στο λαιμό, ο μόνιμος.
΄Ο,τι κι αν γίνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν
μ΄ εκδικείται για κάτι που δεν έφταιξα.
Κι εγώ έχω μάθει εδώ και χρόνια,
ξέρω καλά πια να διαβάζω βλέμματα.
Κι αυτός και τούτος κι ο άλλος,
η ίδια τανάλια σφίγγει το λαρύγγι τους.
Λοιπόν, θα φάω μελομακάρονο της μοναξιάς μαζί τους,
θ΄ ανάψουμε κερί για τους απόντες,
θα θυμηθούμε ξεβαμμένους έρωτες,
θα βγούν απ΄ τις φωλιές τους αλεπούδες,
ελάφια, αγρίμια,
χιόνι θα πέφτει στα μαλλιά μας και στα βλέφαρα.
Φιλιά που στέγνωσαν στη σάρκα
θα μας ξανακάψουν,
ο ΄Αγγελος θα΄ ρθει να χτυπήσει στο παλιό δωμάτιο,
την καραμούζα του θ΄ αφήσει στο τραπέζι,
κάτω από τις κουβέρτες θα χωθεί
να ζεσταθεί λιγάκι
και θα επιστρέψει απέναντι, στο πόστο του,
Μέλι απ΄ το παρελθόν θα γλείψω,
θα ξαναγίνω ερωτευμένο πλάσμα,
θα σε ξανάβρω ίσως ανάμεσά τους,
θα ξαναπεθάνω μαζί τους,
θα ξαναγεννηθώ στην ερημιά τους.
Συλλογή : «Η Μεταφυσική της μιας νύχτας» ,
εκδόσεις : Γνώση, Αθήνα, 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου