[Ι. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ]
Οι δύο απόκληροι, ο Τζορτζ και ο διανοητικά διαταραγμένος φίλος του Λένος, ονειρεύονται το δικό τους χτήμα.
Ο Λένος έπαιζε με τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι.
– Τζορτζ!
– Τι θες;
– Τζορτζ, ύστερ’ από πόσον καιρό θα ’χουμε το χτηματάκι, να ζούμε από τις σοδειές μας; Και τα κουνέλια;
– Δεν ξέρω. Πρέπει να μαζέψουμε πολλά λεφτά. Ξέρω κάτι που θα ’κανε για μας, μα δεν το πουλάνε.
Ο γερο-Κάντι γύρισε κατά δω. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, και κοιτάζανε προσεχτικά τον Τζορτζ.
– Τζορτζ, μίλησέ μου πάλι γι’ αυτό, παρακάλεσε ο Λένος.
– Μα σου τα ’πα, σου τα ’πα ψες βράδυ.
– Έλα, Τζορτζ, ξαναπές μου τα.
– Λοιπόν, είναι δέκα στρέμματα, έχει μέσα κι ένα μικρόν ανεμόμυλο. Έχει κι ένα χαμόγι, κι ένα κοτέτσι. Έχει κουζίνα, έχει δεντροπερίβολο: κερασιές, μηλιές, βερικοκιές, καρυδιές, – ακόμα και λίγες φραουλιές. Έχει κι ένα ολόκληρο τετράγωνο για βήκο, και νερό παραπανίσιο. Κι ένα χοιροστάσι...
– Και κουνέλια, Τζορτζ;
– Δεν έχει τώρα μέρος για κουνέλια, μα θα ’ναι πολύ εύκολο να χτίσουμε δυο τρία κελιά για δαύτα, κι έτσι θα μπορείς να δίνεις στα κουνέλια σου να τρώνε βήκο.
– Και βέβαια θα μπορώ, σίγουρα θα μπορώ. Αμ τι!
Τα δάχτυλα του Τζορτζ παράτησαν τα χαρτιά. Η φωνή του έβγαινε πιο θερμή:
– Θα ’χουμε και γουρούνια. Θα χτίσω και μια κάμαρα για να τα καπνίζουμε, όπως εκείνη που είχε ο παππούς μου, και άμα θα σφάζουμε κανένα γουρούνι, θα φτιάνουμε καπνιστό λαρδί και χοιρομέρι και λουκάνικα και όλα τα παρόμοια. Και την εποχή που οι σολομοί ανηφορίζουν το ποτάμι, θα μπορούμε να πιάνουμε καμιά εκατοστή και να τους καπνίζουμε ή να τους βάζουμε στην άρμη. Είναι καλός για κολατσιό, δεν υπάρχει καλύτερο πράμα από τον καπνιστό σολομό. Και στην εποχή τους, θα φτιάνουμε τα φρούτα κονσέρβα, – φρούτα και ντομάτες είν’ εύκολο να τα φτιάνουμε κονσέρβα. Κάθε Κυριακή θα σφάζουμε μια κότα ή ένα κουνέλι. Μπορεί να ’χουμε και μια αγελάδα ή μια γίδα, το γάλα θα ’ναι τόσο παχύ, που θα το κόβουμε με το μαχαίρι και θα το τρώμε με το κουτάλι.
Ο Λένος κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια, τον κοίταζε κι ο γέρο-Κάντι. Ο Λένος είπε σιγανά:
– Θα μπορούμε να ζούμε από τις σοδειές μας.
– Σίγουρα, λέει ο Τζορτζ. Το περιβόλι μας θα ’χει κάθε είδος χορταρικό, – κι αν τραβά η όρεξή μας και γουίσκι, δεν έχουμε παρά να πουλήσουμε λίγα αυγά ή κάτι άλλο ή λίγο γάλα. Εκεί θα ζούμε, εκεί θα ριζώσουμε. Δε θα ’χουμε ανάγκη πια να τριγυρνάμε εδώ κι εκεί, να τρώμε τα παλιοφάγια του γιαπωνέζου του μάγερα. Τίποτα τέτοιο, κύριέ μου. Θα ’χουμε το δικό μας σπίτι να κουρνιάζουμε, δε θα κοιμόμαστε σε χάνια.
– Μίλησέ μου για το σπίτι, Τζορτζ, τον παρακάλεσε ο Λένος.
– Και βέβαια θα ’χουμε το σπιτάκι μας, και ο καθένας μας την κάμαρά του. Μια σιδερένια ολοστρόγγυλη σομπούλα, και το χειμώνα κάργα η φωτιά. Το χτηματάκι μας θα ’ναι μικρό, γι’ αυτό θα πρέπει να δουλεύουμε γερά. Ως έξι ώρες την ημέρα, μπορεί κι εφτά. Δε θα ’χουμε ανάγκη να δουλεύουμε έντεκα ώρες το μερόνυχτο, για να αλωνίζουμε αραποσίτι. Και ό,τι σπείρουμε θα ξέρουμε πως η σοδειά θα ’ναι δική μας, από τη δική μας τη γης.
– Θα ’χουμε και κουνέλια είπε ζωηρά ο Λένος. Εγώ θα τα νοιάζομαι. Τζορτζ πες τι θα κάνω.
– Σίγουρα, εσύ. Θα πηγαίνεις μ’ ένα σακί στο μέρος που θα ’χουμε φυτέψει το βήκο, θα γεμίζεις το σακί σου, κι έπειτα θα το φέρνεις να ταΐζεις τα κουνέλια.
– Δώσ’ του και θα μασουλίζουνε, θα μασουλίζουνε καθώς το συνηθάνε, είπε ο Λένος. Θαρρείς πως τα βλέπω.
– Κάθε έξι μήνες, πάνω κάτω, εξακολούθησε ο Τζορτζ, θα γεννοβολάνε οι κουνέλες, και θα ’χουμε όσα κουνέλια θέλουμε, και για φαΐ και για ξεπούλημα. Θα ’χουμε και περιστέρια να πετάνε γύρω στον ανεμόμυλο, ίδια όπως τότε που ’μουνα παιδί.
Κοίταξε τον τοίχο, πάνω απ’ το κεφάλι του Λένου, με μάτια που αστράφτανε από λαχτάρα.
– Θα ’ναι δικό μας, κανένας δε θα μας πειράζει. Όποιος δε μας αρέσει, θα του λέμε: «Άμε στο διάολο!» – κι αν κοτάει ας μη φύγει. Αν τύχει όμως κι έρθει κανένας φίλος μας, θα ’χουμε κι ένα ξεχωριστό γιατάκι και θα τον καλούμε: «Δε μένεις να περάσεις εδώ τη νύχτα σου;» θα του λέμε, – κι αυτός, μα το Θεό, θα μένει θέλοντας και μη. Θα ’χουμε κι ένα σκυλί του κυνηγιού, και μια δυο γάτες με αραδωτή τρίχα, – θα πρέπει όμως να τις προσέχεις μην παν και φάνε τα κουνέλια.
Ο Λένος αγρίεψε.
– Δεν κάνουν πως τ’ αγγίζουν τα κουνέλια! Θα τους στραμπουλήξω το λαιμό, θα ... θα τους τσακίσω τα πλευρά μ’ ένα μπαστούνι.
Καταπραΰνθηκε ωστόσο, μουρμουρίζοντας μονάχος του, φοβερίζοντας τις μελλοντικές γάτες που θα τολμούσαν να πειράξουν τα μελλοντικά κουνέλια.
Ο Τζορτζ καθότανε σα μαγεμένος από τον οραματισμό του.
(σ. 59-61)
(Άνθρωποι και ποντίκια, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, χ.χ. – Πρωτότυπο 1937)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου