Εγώ σου μιλάω με δακτυλιές σολ και μι και λα
ματιάς αφής κι ανάμνησης
φωτιάς και δέντρου
Το νέφος εκεί μας τυλίγει
και μας κόβει στη μέση
μας κόβει απ΄ την ανατολή στη δύση
κόβει τη νύχτα των ποδιών και των χεριών σε αφανισμό φωτισμένο
Αν δεν είναι φως το χέρι σου στα μαλλιά μου
τι είναι;
Το ερώτημα μισανοιγμένο πλέει νυχτιάτικο νούφαρο
που γεννήθηκε μόλις πέθανε
και δεν το φύτεψε το τίποτα
το τίποτα που φύτεψε το τίποτά του στα λυγερά ανηφόρια της οδύνης
Ο κρατήρας μου καπνίζει
τ’ αναμμένα χέρια σε περπατάνε
Φυτρώνω και φυτρώνεις πέντε και πέντε δέκα δέντρα
κι όλα έχουν γίνει δάσος
που δεν μένει χωρίς φεγγαρόφως
χωρίς πάχνη και μάτια φτερωτών
Από την ποιητική συλλογή «Η ασώματη», 1983 (Α’ Κρατικό βραβείο της Ακαδημίας των Αθηνών το 1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου