Είναι η ώρα, ζυμώνει το ψωμί της με μαγιά πληγής. Από κει αντλεί δύναμη· έχει το σφρίγος μολυσμένων που πλανιούνται. Πηγαίνουν στην πατρίδα των λιμνών, καθώς το άστρο διαγράφοντας τροχιά έχει τόσους κατοίκους των κολάσεων να ντύσει...
Να, λοιπόν τα πρόσωπα με χαρακιές στα μήλα. Από 'κει ξεκινούσαν κάποτε άροτρα ζεμένα σε άλογα που παρασέρνουν μύλους. Αποκοιμούνταν κάποτε εκεί - για νύχτες ξάγρυπνα - τα καλοκαίρια πλάθοντας χειμώνες.
Κάποτε εμείς, ανίκητοι από τη φύση, πρόχειρα φτιάχναμε το εγκώμιο της σάρκας.
Καλοπαιγμένη φάρσα· θερίζει αγκάθια, πιστεύει σε κουδούνια αρλεκίνου. Προστρέχει στη μάσκα, αφήνει λάσπη στα πόδια του πρώτου χορευτή. Όμως είναι πιο κούφια κι από μάσκα
η σιωπή πλασμάτων της βοής.
Βερονίκη Δαλακούρα, Καππαδόκες, εκδ. Κουκκίδα, 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου