Κάποτε πέθανα κ’ εγώ μα δε θυμάμαι πότε.
Χρόνια περάσανε! Οι καιροί δεν έρχονται ξοπίσω
για να θυμίσουνε σ’εμέ τι μ’εχε κάνει τότε
τα βλέφαρα για λίγο να σφαλίσω.
Δεν ξαίρω τι, μα ούτε καλά θυμάμαι τ’ είχε γίνει.
Σα να κοιμήθηκα βαθειά σε πελαγίσο μνήμα
κι από το κύμα ως ν’άνθιζαν οι ματωμένοι κρίνοι
ολόγυρα – δεν ξαίρω! – σε ποιο κρίμα.
Δεν ξαίρω τι! Μα ο θάνατος σα λυτρωμός μου εφάνη.
Απ’τη σερνάμενη ζωή για πάντα είχα περάσει
σ’ ένα κρυφό ανθότοπο, στο γαληνό λιμάνι,
στους λόγγους, στα ρουμάνια και στα δάση.
Τόσο γλυκά ονειρεύτηκα, που όταν μ’εφεραν πάλι
τα κύματα στην πλατωσιά μια νέα ζωή να πάρω
θαρρούσα πως φτερούγιζα στ’απέραντο κανάλι
κ’ εγώ πουλί σαν το χιονάτο γλάρο.
Κι ούτε θυμάμαι πως και τι πρωτήτερα είχε γίνει.
Απάνω από τ’ ανθρώπινα τα πάθη εγώ διαβαίνω
Τραγουδιστής αδιάφορος και πάω προς τη γαλήνη,
Στο φως που με προσμένει λυτρωμένο.
(ΝΟΥΜΑΣ 15/7/1922- ΑΡΙΘΜΟΣ 764)
Πηγή: Ποίηση Μεσοπολεμική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου