Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφταις
ολονυχτίς κουρσεύανε και ταις αυγαίς κοιμώνται,
κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν'ν τα παλληκάρια.
Κι ένας τον άλλο έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει:
«Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
-ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια.
Να πάμε να φυλάξουμε ‘ς της Τρίχας το γεφύρι
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους•
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει,
π' αυτή το 'χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου