Μία νύχτα είχαμε μια κουβέντα στη γωνιά της 47ης οδού και της Μάντισον Άβενιου, στις τρεις το πρωί: «Α Σαλ, στην ευχή, δεν ήθελα να φύγεις, πραγματικά, θα’ναι η πρώτη φορά που θα’μια στη Νέα Υόρκη χωρίς τον φιλαράκο μου¨. Και είπε: «Στη Νέα Υόρκη, είμαι σαν εξόριστος, το Φρίσκο είναι η πατρίδα μου. Όλο τον καιρό που έμεινα εδώ δεν είχα άλλο κορίτσι απ’την Ινέζ, μόνο στη Νέα Υόρκη μπορεί να μου συμβεί αυτό. Κατάρα! Αλλά η σκέψη και μίνο να διασχίσω και πάλι αυτή τη φριχτή ήπειρο… Σαλ, δεν έχουμε μιλήσει σε βάθος εδώ και καιρό». Στη Νέα Υόρκη τρέχαμε συνέχεια φρενιτωδώς, σε πάρτυ όλο μεθύσια, με πλήθος φίλους. Φαινόταν πως δεν ήταν του γούστου του Ντην. Του πήγαινε περισσότερο να καμπουριάζει την πλάτη του κάτω από’να σύννεφο παγωμένης ψιχάλας μέσα στην άδεια νύχτα της Μάντισον Άβενιου. «Η Ινέζ μ’αγαπάει∙ μου είπε και μου εγγυήθηκε πως μπορώ να κάνω ό,τι θέλω και θα υπάρχουν όσο γίνεται τα λιγότερα προβλήματα. Βλέπεις, φίλε μου, γερνάμε και τα προβλήματα στοιβάζονται. Μια μέρα, εσύ κι εγώ, θα τριγυρνάμε μέσα σ’ένα στενό, μαζί, στη δύση του ήλιου και θα ψάχνουμε στα σκουπίδια».
«Θες να πεις πως θα καταλήξουμε σαν τους γεροαλήτες;»
«Γιατί όχι, φίλε μου; Φυσικά και θα καταλήξουμε εκεί αν το θέλουμε, κι όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να τελειώνεις έτσι. Περνάς όλη σου τη ζωή χωρίς ν’ασχολείσαι με το τι θέλουν οι άλλοι, μαζί και οι πολιτικοί και οι πλούσιοι, και κανείς δεν σκοτίζεται για σένα και προχωράς μονάχος και ανοίγεις το δικό σου δρόμο». Συμφωνούσα. Έφτανε στις ταοϊστικές του αποφάσεις από τον πιο απλό και τον πιο άμεσο δρόμο. «Ποιος είναι ο δρόμος σου, φίλε μου; Είναι ο δρόμος του άγιου, ο δρόμους του τρελού, ο δρόμος του ουράνιου τόξου, ο δρόμος του ηλίθιου, ο οποιοσδήποτε δρόμος. Ο δρόμος του οπουδήποτε για τον οποιονδήποτε με τον οποιονδήποτε τρόπο. Πού, ποιος, πώς;». Κουνήσαμε το κεφάλι στη βροχή. «Σκκκατά, και πρέπει να φυλάξεις το τομάρι σου. Δεν είναι άντρας αυτός που δεν τρέχει, άκουσε τι λέει ο γιατρός. Θέλω να σου πω Σαλ, ξεκάθαρα, δεν έχει σημασία πού μένω, η βαλίτσα μου εξέχει πάντα κάτω απ’το κρεβάτι, είμαι έτοιμος να φύγω ή να πάρω πόδι. Αποφάσισα να τ’αφήσω όλα να κυλήσουν μέσα απ’τα χέρια μου. Με είδες, εσύ, ν’αγωνίζομαι και να χτυπάω τον κώλο μου κάτω για να πετύχω και ξέρεις, εσύ, πως είναι χωρίς σημασία και πως έχουμε την αίσθηση του χρόνου, τον τρόπο να κόβουμε ταχύτητα και να περπατάμε και να ψάχνουμε και ν’αρκούμαστε στις απλές απολαύσεις, και τι είναι οι άλλες απολαύσεις; Εμείς, ξέρουμε». Αναστέναξε μέσα στη βροχή. Έπεφτε απ’τη μία άκρη στην άλλη στην κοιλάδα του ποταμού Χάντσον εκείνη τη νύχτα. Οι μεγάλες διεθνείς αποβάθρες κατά μήκος του πελώριου σαν θάλασσα ποταμού είχαν πλημμυρίσει, οι αποβάθρες των παλιών ποταμόπλοιων στο Πόουκηπσι είχαν πλημμυρίσει, το βουνό Βάντερουέηκερ είχε πλημμυρίσει.
«Έτσι», είπε ο Ντην, «περιφέρομαι μέσα στη ζωή, την αφήνω να με πηγαίνει».
Πηγή:http://klasikilogotexnia.blogspot.com/2014/06/blog-post_19.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου