Μεγάλωσε μες σε μικρά καφενεία
είχε μια λέξη να πεις, ένα παράπονο
μια γλώσσα που ήτανε φτιαγμένη
με κόμπους ναυτικούς.
Η πόλη του ήταν μια περιέλιξη αυτόνομου νοήματος
δεν μπορούσε να συνδέσει τον τρόπο με την απόφαση
ως εκ τούτου τριγύριζε αμισθί , χωρίς μυαλό
σ’ ένα κλίβανο ωραίων επαναστάσεων.
Δεν ξέρω αν είχαν θησαυριστεί όλες οι απόπειρες κυμάτων
και γιατί άλλωστε;
Τα παιδιά όταν κοιμούνται έχουν πάντα φόντο μια εκκλησία
οι ενήλικες μόνο διακοσμούν την ακηδία τους με συνέδρια
και βαρύγδουπους τίτλους μιας αφόρητης μοναξιάς.
Θυμάμαι ως παιδιά που κατρακυλούσαμε στους ώμους
ενός αγάλματος που ήταν πάντα ιερό και πάντα απών
γιατί η απουσία στην νεότητα, στερεοποιεί τη ζωή
αργότερα όλα γίνονται τσιμέντο, ακόμα και τα ποιήματα
Τώρα που μιλάμε άγνωστες κεφαλές
έχουν κατακτήσει τον κόσμο
ειδήμονες του αριστερού λειμώνα της τρυφής
όχι ως πραγματικότητα αλλά ως «σημείο»,
ένα σημείο ενός υπέργειου κόσμου
ανύπαρκτου μεν αλλά τι σημασία έχει
μόνο και μόνο που το αναφέρω είναι υπαρκτό
όπως και ο «παλαιόδων δράκος ο ριναικός»
ένα μπλέξιμο της γλώσσας
μέσα σε μια συνεχή διακινδύνευση
καθώς προσγειώνεται στους έλικες της τρέλας.
Ήταν βεβαίως ιδιοκτήτης ενός κήπου θηλέων
τον οποίον περιποιόνταν ως άφρων
καθώς έβλεπε τα πάντα με την δική του προοπτική
και υποδέχονταν καθημερινώς ένα ανύπαρκτο κρουαζιερόπλοιο
ασχέτως αν όλοι του λέγανε «στον κάμπο ζούμε»
Εργάτες δεν υπήρχαν και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν
να υποστηρίζει πάντα το προλεταριάτο.
Αυτό του στοίχιζε γιατί τώρα
που έγιναν όλοι μικρομεσαίοι φιλόπτωχοι
πως θα μπορούσε αυτός να γίνει ένα καναρίνι
έστω μια κίσσα αλληλοβοήθειας
να τριγυρνάει ξέσκεπος
εκεί στα σάπια τα καρνάγια του δικαιοδότη ουρανού..
Δεν ξέρω το όνομα του… δεν συστηθήκαμε ποτέ
ούτε γνωρίζω αν ήταν πρόσωπο υπαρκτό
δεν το συνήθιζε άλλωστε γιατί είχε τόση μυωπία
που το μέλλον το έβλεπε θολό σαν τσίπουρο.
Κατορθώνουμε να είμαστε ακόμα μαζί;
Δεν το ξέρω
γιατί εγώ δεν υπάρχω, είμαι ένα καρτούν
που γράφει κάτι πράγματα ενώ αυτός ζει τη ζωή του
πίνει, κοιτάζει τις αλυσίδες του ορίζοντα
κι ενδιαφέρεται να γίνει σταθμάρχης στα σύννεφα.
Θα ήθελα να δω που θα βάλλει τη θάλασσα
γιατί η θάλασσα είναι μέσα μας,
όπως ο Θεός για αυτό κι εμείς πνιγόμαστε
κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον και λέμε ανέκδοτα.
Όλα είναι ανέκδοτα και κυρίως η ζωή κύριε Τίποτα
Αγαπημένε μου εσύ
εσύ και αδελφέ μου…
Πηγή:https://www.facebook.com/groups/465333290320965/permalink/1703523649835250
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου