[…]
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Εσύ Οφηλία εδώ
Εμείς Κύριε μου πάμε να κρυφθούμε, (στην Οφηλία)
θα περπατάς και θα διαβάζεις αυτό το βιβλίο
για να φαίνεται η μοναξιά σου πιο χτυπητά. Έχει αποδειχθεί
και είναι πολύ κοινή αύτη η υποκρισία, και πετυχαίνει:
βάζοντας εγκαρτέρηση στο πρόσωπο και ευσέβεια στις κινήσεις
μαλακώνουμε και τον διάβολο τον ίδιο
ΚΛΑΥΔΙΟΣ
(μόνος) Για μένα το είπε; Τα λόγια του
πάν ίσια στην συνείδηση μου την ξεσκίζουν
Όπως το άσχημο μάγουλο της γρηάς πόρνης
που κάτω από τις παχειές βαφές το βλέπεις
πιο αποκρουστικό — έτσι άσχημο απαίσιο
αισθάνομαι το έργο μου κάτω από τα βαμμένα
τα εντυπωσιακά μου λόγια. Πώς θα βαστάξω το βάρος
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τον ακούω. Έρχεται. Κύριε μου πάμε
(βγαίνουν οι Κλαύδιος και Πολώνιος-μπαίνει ο Άμλετ)
ΑΜΛΕΤ
Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση.
Τι συμφέρει στον άνθρωπο
Να πάσχει να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές
από μια μοίρα πού τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος
Η να επαναστατεί. Να αντισταθεί
στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων
Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο
Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν
όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος
Να μη ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο
να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς
Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο;
Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα τού σώματος
ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται
ο θάνατος; Σε πιάνει φόβος αργείς
Και ζεις. Και ή πανωλεθρία διαρκεί ζώντας
από την ζωή σου. Τελείωσε τον κόσμο εσύ
Τέλειωσε την ζωή σου. Αυτήν την στιγμή. Τώρα. Μ’ ένα μαχαίρι
Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο
Να τον αδικεί ό ισχυρός να τον συντρίβει ο επηρμένος
να ερωτεύεται να εκλιπαρεί τον αδιάφορο να ανέχεται
την ύβρι της εξουσίας τη νύστα του νόμου
Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Που η άξια του η ίδια
τον έχει από πριν νικήσει. Ποιος θα άντεχε
να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής να σέρνεται
να ερημώνει να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του
αν δεν ήταν ο τρόμος. Γι’ αυτό πού στέκεται εκεί
Εκεί που αρχίζει ό θάνατος. Σ’ αυτήν την άγνωστη γη
που σε κανέναν ορίζοντα μακρυά κανείς. Ποτέ δεν είδε
Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν ποτέ
δεν ξαναφάνηκαν στην πύλη. Ο φόβος
ταράζει την θέληση και θέλεις
να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις
να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση
μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε
μια λειτουργία θανάτου δεν έχει όργανο για το άγνωστο
Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει
η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα
που γι’ αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι’ αυτά γεννήθηκες
δεν τα τολμάς. Θρύβουν χάνονται
Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις
Η Οφηλία
— Νύμφη. Όταν προσεύχεσαι στους θεούς μη με ξεχνάς
Να δέεσαι και για τις αμαρτίες μου
ΟΦΗΛΙΑ
Καλέ μου Κύριε. Πώς είσαι
Μετά από τόσες μέρες
ΑΜΛΕΤ
Ταπεινά σ’ ευχαριστώ. Καλά. Καλά. Καλά
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριε μου από καιρό ήθελα να σου επιστρέψω τα δώρα πού μου έδωσες να θυμάμαι Σε παρακαλώ. Πάρ' τα
ΑΜΛΕΤ
Εγώ; Εγώ ποτέ δεν σου έδωσα τίποτα
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριε μου ξέρεις καλά πως μου τα έδωσες
τυλιγμένα με την πνοή σου. Τώρα χάθηκε η πνοή
Τα δώρα σου δεν αξίζουν Δεν τα θέλω
Δεν είσαι εσύ εκείνος που μού τα έχει δώσει
Κύριέ μου. Πάρ’ τα
ΑΜΛΕΤ
Είσαι τίμια;
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριε
ΑΜΛΕΤ
Είσαι όμορφη
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου
ΑΜΛΕΤ
Αν είσαι τίμια κι όμορφη, η τιμιότητα σου
δεν θα ταιριάζει και πολύ με την ομορφιά σου
ΟΦΗΛΙΑ
Η ομορφιά Κύριε πάντα ταιριάζει με την τιμιότητα
ΑΜΛΕΤ
Ναι, αλήθεια. Μόνο που η ομορφιά είναι πάντα
η ισχυρότερη. Είναι πάντα ικανή να κάνει πρόστυχη
την τιμιότητα. Ενώ η τιμιότητα πάντα κάνει τίμια
την ομορφιά. Σ’ άλλους καιρούς αυτό θα φαινόταν παράδοξο
Σήμερα όχι πια. Ναι κάποτε σ’ αγάπησα
Άμλετ, πρίγκηπας της Δανίας,
μτφρ Γιώργος Χειμωνάς, Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου