«Όταν γίνει καλά η Συρία»
Σύρος πρόσφυγας έστησε στην αρχή μια παράγκα και πουλούσε φρούτα στην Ευριπίδου, εκεί που αγωνίζονται να ενταχθούν στη νέα τους χώρα οι άνθρωποι της δικής του ταλαίπωρης ζωής. Σιγά σιγά νοίκιασε ένα ημιυπόγειο δίπλα και το μετέτρεψε σε μαγαζί. Όλα ωραία και τακτικά τοποθετημένα. Περνά νεαρή δημοσιογράφος με το μαρκούτσι στο χέρι και τον ρωτά: «Πάνε καλά οι δουλειές; Ψωνίζουν μόνον δικοί σας ή και Έλληνες; Είστε ευχαριστημένος;» Και πάει λέγοντας. Κι εκείνος απαντά μειλίχια, γεμάτος νοσταλγία. Στο τέλος, λέει για την πατρίδα του: «Όταν γίνει καλά η Συρία», σαν να μιλά για κάποιον αγαπημένο γνωστό που ασθενεί, «θα ανοίξω μαγαζί εκεί. Να ’ρθείτε να σας περιποιηθώ». Το έχει ήδη ανοίξει η λαχτάρα του.
Ο αριστούχος
Ξεβράστηκε σε μιαν ακτή της Μεσογείου, ο δεκατετράχρονος πρόσφυγας. Σοκ έχει προκαλέσει ο πνιγμός του. Δεν είναι το γεγονός του άδικου θανάτου που σοκάρει, αλλά η προετοιμασία για την κακιά την ώρα. Ο νεαρός μαθητής είχε ράψει στα ρούχα του, προφυλαγμένον σε πλαστικό, τον σχολικό του έλεγχο, για να μάθουν, όταν τον βρουν, πόσο καλός μαθητής ήταν.
Μαρία Στασινοπούλου, Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, Αθήνα: Κίχλη 2021,σσ. 56-57.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου