Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Aλέξανδρος Μωραϊτίδης- Με τα πανιά

Εξημέρωσε Κυριακή;

Οι ναύται, απηυδηκότες από της παρελθούσης τρικυμιώδους νυκτός, κοιμώνται ακόμη, ενώ ο μάγειρος πρωιαίτερον εγερθείς, απολεπίζει ιχθύδιά τινα, σημαδιακούς χάνους εκατοστάρικους, πελαγίσιους χάνους, τους οποίους είχομεν αλιεύσει κατά την γαλήνην της προτεραίας. Μόνος ο πηδαλιούχος, κουκουλωμένος ακόμη με τον χειμερινόν μουσαμάν του, ίσταται παρά το πηδάλιον, και ο φρουρός της πρώρας, ανάψας το εικοστόν σιγάρον κατά την τετράωρον βάρδιάν του, βρεγμένος ακόμη με τον κηρωτόν μουσαμάν του, φρουρεί.

Τα πανιά! όλα επάνω τώρα. Και ο μοναχογυιός κόντρας ο λεπτοκαμωμένος, ο γαλαζοαίματος.

Ιστάμενος επί της πρώρας ως επί πύργου, καμαρόνει την ταχείαν σκούναν πετώσαν μαλακά-μαλακά. Άνευ τιναγμών πλέον προηγείται δύο άλλων ιστιοφόρων μεγάλων, άτινα μας παρακολουθούσι μετά σπουδής ως να θέλουν κάτι να μας ειπούν. Αλλ' η σκούνα φεύγει, πετά. Από του ύψους ένθα ίσταμαι νομίζω ότι δεν άπτεται καν της θαλάσσης. Τόσον γλυκά πνέει, θαρρείς και 'ς τα νύχια πατεί. Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην.

— Σκάντζια-βάρδια:

Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.

Ταυτοχρόνως γλυκύτατα αντηχούσιν όπισθέν μας εν τω πελάγει οι κώδωνες των δύο ιστιοφόρων ως παρεκκλήσια λειτουργούντα, σημαίνοντες την ογδόην ωσαύτως ώραν.

Μετ' ολίγον οι ναύται νιφθέντες κ' ενδυθέντες κατέρχονται εις τον θάλαμον του πλοιάρχου, καλέσαντος αυτούς, όπως προσευχηθώσι — Κυριακή πρωί — κ' ευχαριστήσωσι τον άγιον Νικόλαον διασώσαντα αυτούς από της τρικυμίας.

Ο φαιδρός και πρόθυμος πάντοτε Γιαννάκης, ο υιός του πλοιάρχου, αλλαγμένος γαλάζιαν βλούζαν, εκτελεί χρέη καμαρώτου, παθόντος εκ ναυτίας του τοιούτου και κοιμωμένου ακόμη, και ανάψας κηρίον και θέσας πυρ μετά θυμιάματος εις το ορειχάλκινον στιλπνόν θυμιατήριον, θυμιά πρώτον ευλαβώς την εικόνα του Αγίου Νικολάου, μικράν επάργυρον, κρεμαμένην από τινος δοκού εν τη άκρα του θαλάμου, και είτα πάντας τους λοιπούς, ψάλλων και το μεγαλυνάριον του Αγίου «Ορφανών προστάτην…. » Τέλος ασπάζονται πάντες την εικόνα του θαλασσινού ιεράρχου ευωδιάζουσαν θάλασσαν ως να ηγωνίζετο και ο Άγιος με τους ναύτας όλην την νύκτα παλαίων κατά των κυμάτων.

Οι ναύται είτα ευφροσύνως πίνουσι το προσενεχθέν αυτοίς ποτήριον ρουμίου και ανέρχονται οι μεν ν' αντικαταστήσωσι την βάρδιαν, οι δε να τακτοποιήσωσι τα επί του καταστρώματος αντικείμενα μετακινηθέντα εκ του νυκτερινού σάλου.

Τα πανιά δουλεύουν.

***

Αφίνομεν προς τα δεξιά τα λευκόν κτίριον του φανού του Σιτίλ-Βαχάρ εν τω στομίω του Ελλησπόντου και ιδού ξανοίγει η Ίμβρος, χθαμαλή, στρογγυλή, ιόχρους, με τα δάση των ελαίων της εδώ κ' εκεί και με τα οπωροφόρα δένδρα της.

Η Ίμβρος με τα πολλά χωριά και με τας αμμώδεις ακτάς. Εγκατεσπαρμένοι σωροί όγκων φαιών και κοκκινωπών. Είνε τα χωριά τα πολυώνυμα της θρακικής νήσου. Δύο-τρεις καλύβαι εδώ, πεντέξ παρέκει, δεκάς οικίσκων αλλαχού. Επί των λοφίσκων, επί της ακτής.

Ιδού έν μεγαλείτερον παρά το κύμα. Μικροκάικα πολλά σαλεύουν εγγύς της άμμου ως να παίζουν μετ' αυτής. Και άλλα πάλιν καϊκάκια με τα λευκά πανάκια των πηγαίνουν ν' αράξουν. Ένα τσερνίκι, φορτωμένον «ως τα μπούνια» με τα εκ πανίου παραπέτα, πετά σχεδόν ως θαλασσοπούλι με τον μακρύν λαιμόν του κατάμαυρον. Αγρόται αλωνίζουν εγγύς της ακτής, και όρνιθες εδώ κ' εκεί τσιμπούν με τα ράμφη των τους στίλβοντας ξηρούς χάλικας.

Όπισθεν της Ίμβρου ουρανομήκης υψούται η κορυφή της αιπεινής Σαμοθράκης.

Παραπλέομεν την Τένεδον μακράν και χθαμαλήν εν σχήματι μαχαίρας. Λόφοι γυμνοί και άθαμνοι. Καταπράσινοι αμπελώνες απόκρυφοι και πολυάριθμοι ανεμόμυλοι καταφανείς ένθεν και ένθεν της κώμης, συσσωρευμένης παρά τον αλίμενον αιγιαλόν. Μικρά καϊκάκια την συντροφεύουν αρόδο ιστάμενα.

Έμπροσθέν της εκτείνεται του Ελλησπόντου η μεγαλοπρεπής είσοδος με το Σιτίλ Μπαχάρ το παμπάλαιον φρούριον. Τα ιστία των παμμεγίστων ιστιοφόρων λευκά κατάλευκα σχηματίζουσι [αρχή σελ. 73] αναριθμήτους χιονοστιβάδας κινουμένας ηρέμα κατά διαφόρους διευθύνσεις του εκτεταμένου όπισθέν μου Αιγαίου και ο καπνός των ατμοπλοίων, άτινα ως εκ της αποστάσεως ως καρκίνοι θαρρείς, βραδυπορούσι διατέμνοντα την απέραντον έκτασιν, αποτελούσι νέφη πυκνά συσκιάζοντα τον γαλανόν αιθέρα του. Πλαγιάζει η μυθική νησίς κατέναντι της Τρώας ως να την παρέσυρε προς τα εκεί το ισχυρόν του Ελλησπόντου ρεύμα το οποίον ορμητικόν εκχύνεται απλούμενον επί του Αιγαίου.

Ο περίφημος κρυψώνας των Αχαιών σήμερον ευφημισμένος μόνον διά το λαμπρόν μαύρο κρασί του, το Τενέδιο κρασί, ακουστόν εις την Πόλιν και περιζήτητον εις τα ξενοδοχεία του Γαλατά.

Επιάσαμεν εις την Τρωάδα. Ιδού τα έρημα πεδία της, μαύρα εκ των καταπεύκων θάμνων. Ιδού αι ακταί όπου αι θεαί των Αχαιών νήες δέκα όλα έτη ανέμενον. Ιδού τα Πέργαμα, ο Σκάμανδρος, αι Σκαιαί Πύλαι… Ω! τίποτε, τίποτε σήμερον δεν υπάρχει.

— Fuit Ilium…

Τα Μπεσίκια με την δασώδη φυτείαν των κάμπων και με τον μέγαν κόλπον των. Τα βουνά της Ανατολής, μακρά, υψηλά, κατάφυτα. Ευλογημένα βουνά.
Μετά το γεύμα εκαθήμην μετά του πληρώματος δίπλα του μαγειρείου. Είμεθα εξηπλωμένοι όλοι . . Αν και τον λυσίπονον επόθουν ύπνον, αγρυπνήσας όλην την νύκτα, όμως δεν με άφινον αι θελκτικαί διηγήσεις της Νεροφίδας. Ο γέρο-ναύτης ο Μπάρμπα-Μήτρος, η Νεροφίδα αποκαλούμενος μεταξύ των πληρωμάτων, διά την πονηρίαν του, γηράσασαν πονηρίαν, ο πάντοτε διολισθαίνων ως ποτάμια έγχελυς από μέσα από τα φοβερά δίκτυα του κινδύνου, μ' επείραζε συνεχώς με το νυκτερινόν κολύμβημα, ως απεκάλει της νυκτός την τρικυμίαν.

— Και τι, μωρέ παιδί μου; Τι εμαϊνάραμε; Μόνον τον κόντρα και τα φλέσα, κ' εδέσαμε και δυο μούδαις 'ς την μπούμα. Είδες εσύ, μωρέ παιδί μου, μπάρκο μπέστια· γάμπιαις συριακό σκαρί ξυλάρμενο, να θαλασσοδέρνη απόξω από τον Κάβο-Δόρο; Είδες σκούνα κασσώτικη, 28 χιλιαδώνε, συριανό σκαρί, με τα μικρά παρουκέτα μονάχα, να παραδέρνη απόξω από τον Κάβο-Μαλιά τρία ημερόνυκτα; Ο καιρός δεν μας έπαιρνε, θάλασσα-κιαμέτι! Μας έφαγε της γάμπαις ο χιονιάς και μας έσπασε τα τσιμπούκια ο βορειάς. Ο κόρφος δεν μας εδεχότανε, το Τσιρίγο μας έδιωχνε. Το βάλαμε κ' ημείς τραβέρσο, τρία ημερόνυχτα, με τον μέσα φλώκο μονάχα και με την μπούμα καταιβασμένη τρίγωνο. Λες κ' ήτανε κρασοβάρελο που το πετάξανε 'ς την θάλασσα κ' η θάλασσα το χτύπαε σαν αφωρισμένο. Δεν είχαμε και καπνό. Εξούσαμε τα παραπέτα με τους σουγιάδες μας κ' εφουμάραμε. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή! Να, πλυθήκαμε κομμάτι.

Και εκβαλών την καπνοσακκούλαν του επλήρου μικρόν τσιμπουκάκι μεθ' υπομονής και φιλοκαλίας θεργιακλή.

— Όντας εναυαγήσαμε πάλι 'ς το Ασπρονήσι, απόξω από την Σκιάθο; Ωχ! μωρέ γυιε μου, κάτι κύματα! . . . Βουνά τα ωργισμέγα. Και νύχτα! Πίσσα! Και χιονιάς! Κατεβαίναμε φορτωμένοι, από τον Ποταμό, γέννημα για τον Περαία, με διαταγή! Ωχ, μωρέ γυιε μου, και να σε είχα μέσα εκείνη τη βραδειά! Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσω 'ς την θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε:

— Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνο 'ς τον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμε 'ς τα πανιά — ώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως. Ο καιρός 'ς τον Μάστορη — Μαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! Σκοτάδι — Πίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμη 'ς την πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο. Μας σπάζει το πρυμνιό τσιμπούκι με το φλέσι και κρεμνιέται και παραδέρνει σαν ξεμανίκωτο χέρι. Μετά πολλά ξανοίξαμε κατά την Μεγάλη Λήμνο. Τα κύματα βουνά! Και σου καταιβάζει κάτι κύματα τ' Άινόρος! Θεέ Δημητρίου! Μετά τα μεσάνυχτα όλοι αποκάμαμε. Ήμουνα 'ς το τιμόνι. Γυρίζω, τίποτε. Δεν τ' άκουε το τιμόνι πλεια. Βρε για το Θεό, καπετάν Φώκα. Λέγω 'ς τον καπετάνιο. Ο κακομοίρης ήλθε κ' εκέρωσεν αμέσως. Τα κύματα μας άρπαξαν πλεια την σκούνα από τα χέρια μας. Η θάλασσα την έκαμε ξέρα κ' έμπαινε κ' έβγαινεν ελεύθερα. Ύστερ' από τα τόσα τινάγματα, που έτριξαν τα παΐδια της, η σκούνα έγειρε με την μια μπάντα. Τότες πλεια όλοι τα χρειασθήκαμε. Σπάζει η ράντα της μπούμας, κάτω η γάμπιες κουρέλια. Μονάχα ένα κομμάτι απέμεινε ψηλά 'ς της κόφαις κ' ενόμιζε λες κ' ήτανε σκιάχτρο για της κουρούναις 'ς τα μποστάνια. Ο καπετάν-Φώκας τότες τάχασεν. Εγονάτισε και δεν μπορούσε ούτε το σταυρό του να κάμη. Γυναίκα, γυναικούλα μου! έκλαιε. Τα κύματα την επήραν πλεια από κάτω την σκούνα. Η κουβέρτα σαρώθηκε. Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει:

— Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο!

Και όλοι επαναλαμβάνουν·

— Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο!

Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος:

— Ίσα τον Αράπη!

— Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει:

— Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστά 'ς την πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένο 'ς το πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο. Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

— Ίσα τον Αράπη ξαναφωνάζω, έτσι 'ς τα ψέματα για να δώσω καρδιά 'ς τους ναύταις. Μα ποιος άλλος μπορούσε να 'πάγη 'ς την πλώρη;

Το κύμα θα τον ερροφούσεν όσο να πης τρία. Έτυχε νάχωμε 'ς το τσούρμο τον Παπα-Δράκο, της Παπαδράκαινας τον γυιό. Μάννα για τον Αράπη. — Θεός σχωρέσ' τονε!

Ο Παπα-Δράκος της Παπαδράκαινας ο γυιος ήτανε ένα παιδί όλο κεφάλι. Από μικρό έδειχνε. Εγεννήθη μ' ένα μεγάλο κεφάλι. Ύστερα, εμεγάλωνε το παιδί, εμεγάλωνε και το κεφάλι του. Ένα τέρας. Η κακαίς η γλώσσαις καθήσανε και λογαριάσανε τους μήνους, από την ημέρα που γεννήθηκε, κ' εβγάλανε πως επιάσθη Μεγάλη Παρασκευή. Τόσο εβούιξεν ο κόσμος όλος. Ο Παπα-Δράκος, ο πατέρας του, ένας καλός χριστιανός, παπαδοπαίδι και αναγνώστης με μια ώμορφη γυναικούλα, μικρούλα σαν κουκλίτσα.

Αναγκάσθη να φύγη για πάντα από το χωριό. Δεν μπορούσε να υποφέρη τον κατατρεγμό, και το κατηγόριο, κ' ουδέ να βλέπη ήθελε το παιδί του εκείνο με το μεγάλο κεφάλι, λες κ' ήτανε καταμαρτυρία της αμαρτίας του. Ένα βράδυ λοιπόν λέει στην Παπαδράκαινα: — «Έχε γεια, Παπαδράκαινα!» Έχωσε το κεφαλάκι της μέσα 'ς τα πυκνά γένεια του, ένα ώμορφο στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, και την εφίλησε, την εφίλησε την Παπαδράκαινα, κ' έφυγε, και δεν ξαναγύρισε πλεια. Απέθανε, είπαν, 'ς τα Καντουνάκια 'ς τ' Άινόρος. 'Σ την έρημο. Ο δε Παπαδράκος ο γυιος του εμεγάλωνεν, εμεγάλωνεν, είπαμε, και το κεφάλι του.

— Παπα-Δράκος να σε φάη! του φώναζεν η Παπαδράκαινα, για να το τρομάξη, όταν έκλαιε, που το εσυχαινότανε σαν την αμαρτία της.

Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψη — όταν ήτανε 'ς τα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε:

Παπα-Δράκος να σε φάη! Παπα-Δράκος να σε φάη!

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της:

— Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα! Άιντε να βρης ψωμί! κ' εκείνο το καϋμένο πήγε με τα καράβια· με χρόνια έγεινε ακουστός ο Παπα-Δράκος ο γυιος της Παπα-Δράκαινας μέσα 'ς τα τσούρμα των καραβιών, 'ς τα πληρώματα καθώς λένε τώρα. Άξιος κ' επιδέξιος ναύτης, φημισμένος για την αποκοτιά του. Μα ήτανε άτυχος. Με όποιο καράβι μπαρκάριζε, κινδυνεύανε πάντοτε, και αυτόν, ως απόκοτον, έστελναν πάντοτε 'ς τον Αράπη. Ώστε σου έγεινε ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπά-δράκαινας, μάννα για τον Αράπη!

'Σ τα ύστερα όμως εκατάλαβαν την ατυχία του, σαν να ήτανε καταραμένος, και δεν τον ετσουρμάριζαν.

— Δεν είμαι για τον Αράπη! έλεγαν οι καπετανέοι, όταν τους παρακαλούσε κλαίοντας να τον γράψουν 'ς τα χαρτιά.

Κι' οι ναύταις πάλιν έλεγαν εις τους καπετανέους.

— Βάρδα από τον Παπαδράκο!

Τόσον που κατάντησεν ο δυστυχής ο Παπαδράκος να πωλή αχινούς — πέντε 'ς το λεπτό — για να ζήση. Και έβλεπαν συχνά οι άνθρωποι, ένα μίλι μακρυά από το χωριό, μια φλάσκα μεγάλη-μεγάλη μέσ' 'ς τη θάλασσα να καραβίζη. Ήτανε ο Παπαδράκος με το μεγάλο κεφάλι που έβγαζε τους αχινούς.

Η φελούκα του εχώνευε, και το κεφάλι του φαινότανε ακόμα ένα μίλι μακρυά!

Ο καπετάν Φώκας δεν ήθελε να τον τσουρμάρη τελευταία, ούτε οι ναύταις του τον ήθελαν. Μα τι να κάμη; του έλειπεν ένας ναύτης. Το ξέρω, βρε παιδιά μου, έλεγε. Μα να χάσωμε το ναύλο; Και τον ετσουρμάρισε. Έτσι λες εσύ; Να κινδυνέψωμε για τον Αράπη.

Α! Πάπα-Δράκο! παιδί μου! παρακαλεί ο καπετάνιος, λοιπόν είπαμε. Ίσα τον Αράπη!

Ο Παπα-Δράκος ήτανε έτοιμος. Σαν να το είχε καταλάβει και πριν τον διατάξη ο καπετάνιος είχε τα μάτια του 'ς τον Αράπη. Άμα τον διέταξεν ο καπετάνιος, με το κεφάλι του το μεγάλο, ο Παπαδράκος ανασκουμπωμένος όπως ήτανε, χυμά 'ς την πλώρη. Τρώει ένα κύμα, τρώει δεύτερο, τρώει τρίτο. Τρεις φοραίς πέφτει πίστομα όσο ν' αναβή 'ς την πλώρη. Τρεις φοραίς σαν νεροβάρελο εκατρακύλισε 'ς την κουβέρτα και τρεις φοραίς σηκώθηκε. Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκε 'ς τα πόδια της η σκούνα. Μέσα 'ς την νύχτα και 'ς την χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστά 'ς την πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Λες κ' είχε χέρια ο Αράπης κ' έπιασε γερά την σκούνα και την εσήκωσε σαν μάννα του. Εσηκώθηκε αμέσως και ο καπετάν Φώκας. Όλοι εκάμαμε τον σταυρό μας. Άρχιζε τότες και να μολυβίζη. Εχάραζε και εβλέπαμε της στεριαίς.

— Γεια σου Παπαδράκο! φωνάξαμε όλοι, που τον εβλασφημούσαμε προτήτερα.

Τα πρωί εξημερώσαμε ανοιχτά από την Σκύρο. Ανασάναμεν. Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα. Άμα εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα ήμαστε καλά. Έπεσε κομμάτι κι' ο αγέρας. Μα είδαμε πως μας έλειπεν ένας από το τσούρμο. Ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπαδράκαινας. Ούτε φάνηκεν ο καϋμένος. Ψάχνομε παντού. Πουθενά ο Παπαδράκος. Φωνάζουμε εμπρός, πίσω, κάτω. Τίποτα! Πουθενά ο Παπαδράκος. Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρη 'ς την κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθη 'ς τα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα!

— Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν
καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

— Παπαδράκο! ακούσθηκεν άλλαις τρεις φοραίς τρεμουλιαστή βοή σαν
κλάμα από την κατάξηρη των Ψαρών ράχη.

— Θεός σχωρέσ' τονε!

Είπαμε όλοι τότε κ' εκάμαμε τον σταυρό μας. Κ' εβγάλαμε τα κασκέτα μας, ξεσκούφωτοι, σαν να περνούσεν από πάνω μας την ώρα εκείνη η ψυχή του Παπαδράκου, του γυιού της Παπα-δράκαινας, που έσωσε πέντε σπίτια εκείνη την νυχτιά κ' ένα καράβι. Εχάθη ο καϋμένος, σαν να μη ήθελε ν' ακούση ευχαριστίαις από στόματα που τον εβλασφημούσαν . . . .
— Μπούκα!

Ακούομεν αίφνης την φωνήν του πλοιάρχου μας. Εγειρόμεθα όλοι. Οι ναύται τρέχουν εις τας θέσεις των.

— Μόλα-μπουρίνα — τίρα-μόλα!

Εισήλθομεν εις τον Ελλήσποντον, διά χειρισμού δεξιού αποφεύγοντες το ισχυρόν ρεύμα. Δεξιά μας το Κουμ-καλέ, αριστερά το Συτίλ- Μπαχάρ, ορθάνοικτα φύλλα της πόρτας του γαλάζιου πορθμού.

Άνεμος δροσερός μας αναρριπίζει όλους. Αύραι ζωνταναί, αι αύραι του Ελλησπόντου. Τας βλέπεις σχεδόν πνεούσας κυανάς από το Τσανάκ- καλέ, αόρατον όπισθεν μιας κυανής άκρας της ασιατικής παραλίας. Τα ιστία αναταράσσονται κατ' αρχάς χαρμοσύνως ως μανδήλια της σκούνας επισειόμενα προς χαιρετισμόν επί τω αισίω κατάπλω και πλαταγούσιν ηδέως ως πτερά όρνιθος ετοιμαζομένης να καθήση. Συρίζουν δε και τα καρχήσια εν αγαλλιάσει και τα «δίνουμε» σκιρτώντες διά τ' Άσπρα Γιάρια. Το ρεύμα ροχθούν, αφρίζον, περιδινούμενον μεθ' ορμής κατέρχεται προς τα κάτω, καθιστών αδύνατον τον περαιτέρω ανάπλουν.

— Μπρούλια τρίγκο.

— Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι!

— Μάϊνα γάμπιαις!

— Μάϊνα φλόκια!

Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν.

— Πόντισον!

Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.

***

Σκάφη παντοία ηγκυροβολημένα εν αταξία, καθώς ηυκολύνοντο, επλήρουν τ' Άσπρα Γιάρια, ένα μέγαν λιμένα του Ελλησπόντου προς την Ανατολήν. Τριίστια μπάρκα και σκούναι κομψαί και μπάρκα- μπέστια και τσερνίκια και τρεχαντήραι παμμέγισται λαδάδικαι, φορτωμένα και κενά. Μαύρα, φαιά, πράσινα, γαλάζια, με άσπρα μπούρδα, κατάμαυρα. Στιλπνά, καινουργή, παληοκάραβα ανθρακοφόρα. Αυστριακά παμπάλαια, του πετρελαίου μπάρκα, Σκιαθίτικα, Κασσώτικα, Χιώτικα, καράβια Γαλαξειδιώτικα, Ψαριανά καράβια όλα φύρδην μίγδην ανέμενον άλλα μεν να πνεύση νότος, ίνα πλεύσωσι προς την Προποντίδα, άλλα δ' εκαρτέρουν τα ρυμουλκά να τα ρυμουλκήσωσι δύο- δύο, τρία-τρία μέχρι του Αναγαρά.

Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι. Τα μαγαζάκια έξω του χωριού μέσα εις καταπρασίνους κήπους, γεμάτα πλοιάρχους, εγελοκοπούσαν, κ' η βάρκες εκουβαλούσαν πρωί-βράδυ τροφάς νωπάς, σφακτά τετράπαχα και δροσερά λαχανικά διά τον αραγμένον στολίσκον, ου τα πλείονα πλοία προωρισμένα διά την Μαύρην θάλασσαν ήθελαν ν' αποχαιρετίσωσι τα δροσερά της Ανατολής ζαρζαβατικά. Τινές δε πλοίαρχοι και συνεπλήρουν την αποθήκην των τροφών, ευρίσκοντες αυτόθι ευθηνότερα και καλλίτερα τα πράγματα.

Η Θρακική Χερσόνησος απέναντι μας με τα θαμνώδη βουνάκια της εσκοτίνιαζεν ήδη. Ο κάβο-Φονιάς, επικίνδυνος, εις αβαθή ύδατα, άκρα, μας έκρυπτε το Τσανάκ-καλέ, όπου έπρεπε να παρουσιάση ο πλοίαρχός μας τα χαρτιά του κατά την τάξιν.

Χαριεστάτη διήλθεν είτα η πρώτη της νυκτός φυλακή. Ο γλαυκός Ελλήσποντος ποικιλοτρόπως αντήχει από τους διαφόρους γλωσσικούς ιδιωτισμούς των ναυτικών Ελληνικών πόλεων, συγχεομένους όλους εις μίαν δροσερωτάτην αρμονίαν. Πλοίαρχοι και ναύται εκουβέντιαζαν από τα διάφορα πλοία ξεκουραζόμενοι μετά τον επίπονον πλουν, διηγούμενοι προς αλλήλους τα κατά τον πλουν και ερωτώντες «για της δουλιαίς πώς πάνε».

***

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά. Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι. Καμμιά φορά ότε το ρεύμα ήτο ισχυρόν ήσθμαινε το ρυμουλκόν, εκοντοστέκετο και η σκούνα με τα δυο τρεχαντήρια ένθεν και ένθεν αρνουμένη να προχωρήση — κατάδικοι που τους επήγαινον να τους κρεμάσουν . . . . Ατμόπλοια διάφορα, φορτωμένα και κενά παραπλέουσι αναβαίνοντα και καταβαίνοντα σιωπηλά, βωβά, μη ανταλλάσσοντα ουδέ χαιρετισμόν από την βίαν των.

— Έτσι μπορώ να ταξειδεύω με κάθε καιρό!

Έλεγεν η Νεροφίδα, ξαπλωμένος ο γέρων ναύτης, — έλεγε πώς ήτο αδιάθετος — παρά το μαγειρείον, οπόθεν εξήρχετο ευώδης η ορεκτική οσμή του παρασκευαζομένου αλιπάστου κρέατος διά το πρόγευμα. Περί αυτόν οι ναύται έξαινον στυππείον, διότι ο πλοίαρχος είχεν επαναλάβει πάλιν ειπών ότι «η μόνη τέχνη που δεν περνά είναι η τεμπελιά».

— Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου. Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: « — Να καπετάνιος μια φορά!»

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν.

— Γεια σου, ξεφτέρι μου! |

Κ' εξηκολούθει:

— Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.

Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας. Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη:

— Πράσινο φανάρι!

— Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του.

Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν:

— Πράσινο φανάρι!

Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη. Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια.

— Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι.

Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε.

— Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω!

Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο.

— Ε! από το βαπόρι! Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα!

Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο.

Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν. Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο!

Ποιος φώναξε: — την καμπάνα; — Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.

Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας.

Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν.

— Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα. Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Άη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Άη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι. Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστά 'ς την πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός. Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος.

Είνε τώρα κρεμασμένη 'ς τον πολυέλαιο του Άη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.

Το ρυμουλκόν, αφού μας εξήγαγεν έξω από τα ρεύματα, μας άφησε πλέον. Επεράσαμεν τα Γαλατάρια. Αφήσαμεν οπίσω τον Αναγαράν. Εχώνεψεν η Καλλίπολις με τους μιναρέδες της, θαλασσωμένη μέσα εις τα γλαυκά της Προποντίδος κύματα. Χάθηκε το Λαμψάκι το ιστορικόν και το Τσαρδάκι δεν φαίνεται πλέον. Έκλεισεν ο Ελλήσποντος κ' ήνοιξεν η Προποντίς, ο κατακύανος Μαρμαράς και κατάκρυος. Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια.

Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν.

Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς. Ατμόπλοια, γολέταις, τρεχαντήρια, βρίκια αναιβοκαταιβαίνουν σαν πουλιά ταξειδιάρικα. Χορταίνει η καρδία καθαρόν αέρα και η όρασις καταπρασίνην χλόην των αμπελώνων και φυτειών, αίτινες παχείαι περιβάλλουσι τα ονομαστά Γανόχωρα της Θράκης. Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης. Όταν ανήλθον επί του καταστρώματος, έτριβον κ' επανέτριβον τους οφθαλμούς μου, έκθαμβος προ του πανοράματος εκείνου του ζωντανού, το οποίον ξετυλίσσετο ευφρόσυνον ενώπιόν μου. Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών.

— Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη;

Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

— 'Σαν ψεύτικη, πατέρα!

Είπε μετά ώραν, αφηρημένος προς το θέαμα ο έφηβος, με παλμούς ανυπομονησίας καρτερών πότε ν' απολαύση εγγύτερον, να ψαύση την εύμορφον εκείνην ζωγραφίαν της αιχμαλώτου μητροπόλεως του Γένους.

— Ινανμάσι γκελ ταμπάκ!

Ετραγωδούσεν εκείνην την ώραν γλυκύτατα ο πωλητής του αφράτου μουχαλεμπιού από της υψηλής των Ψωμαθειών ακτής.

— Σαν δεν πιστεύης έλα να ιδής!…

Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου.

— Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου!

Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος.

— Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω!

Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες. Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα!

Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον. Μ' αρέσει τώρα να βλέπω την θάλασσαν από μακράν, έως ου έλθη καιρός να βλέπω και τον κόσμον από μακράν….

Και μόνην ευχαρίστησιν πλέον αισθάνομαι να εκκλησιάζωμαι εις τον ναόν του αγίου Νικολάου — επάνω εις τα Κοτρόνια — εις την υψηλήν πετρώδη της νήσου κορυφήν. Και όταν ο Γέρω-Συμβίας ο κορακοζώητος, ανάπτη τον μέγαν πολυέλαιον και σείη αυτόν, μ' αρέσει να βλέπω να σείεται μετ' αυτού και η ασημένια σκούνα, η οποία κρέμεται από τον μέγαν του ναού πολυέλαιον, υπό τον θόλον, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου. Απαράλλακτη η σκούνα μου, η καταπρασίνη, που μια φορά κ' έναν καιρόν ήταν αραγμένη εις τον βοσπορίζοντα λιμένα της νήσου. Με τα κατάρτια, με τα πανιά, με τα σχοινιά, με τάρμενα. Απαράλλακτη. Αλλά δεν είνε πρασίνη πλέον, ουδέ μεγάλη. Είνε μικρά και ασημένια όλη, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου, που εγλύτωσε μια φορά από τράκο μέσα 'ς τη θάλασσα του Μαρμαρά, θαρρείς και είνε η ψυχή της καταπρασίνης σκούνας, μικρά, ασημένια σκουνίτσα. Και όταν σείεται ο πολυέλαιος και σείεται κι' αυτή μαζί της πέρα- δω, θαρρώ πως είμαι μέσα κ' εγώ, και ταξειδεύει, ο νους μου ακόμη με τα πανιά….

Πηγή: http://www.acrobase.eu/showthread.php?t=681445&page=2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου