«Και ζωντανό να με φαν, δε με χορταίνουν»
Τραβήχτηκα εις τους Λιβανάτες το μοναστήρι μακράν από συμπλοκές, απόλεμος. Αρχάς Απριλίου παραδόθηκα εις τον παλαιόν μου αδερφοποιητόν, υποσχόμενος εκείνος να με πέψη εις Μωρέα, όπου να κριθώ και να δικαστώ εις δίκην επίσημον. Με κορόιδεψε εκείνος ο απατηλός. Πώς εγελάστηκα, παραμονεύοντας ο Γιάννης συνοδά με την φρουράν, όταν έμαθε ότι ο Οδυσσεύς αριβάρει και μ’ εζαμάκωσε. Εκείνος μ’ έχει χωστό εις το μπουντρούμι. Εδώ εις τον Πύργον Γούλια τον Βενετσάνικο, επάνω εις την Ακρόπολιν της Αθήνας, εις το δεξιό μέρος από τα Προπύλαια. Ακατάκριτος! Ανδράποδος! Στα βαρβάτα μου και στα ντουζένια μου, τριάντα έξι ετών γενναίος. Για τους Γραικοραγιάδες όπου έδωσα τόσες μάχες, αν βγω από το κελί μου, πάλι για τούτους πολεμώ. Και για το μπεσαλίκι! Ως πέντε χρόνους μάχομαι τον Τούρκον. Ομως επλήθυναν οι οχτροί μου οι ομοαίματοι. Και ζωντανό να με φαν, δε με χορταίνουν.
[…] Τούτο το φρούριο, την Ντάπια του νερού, εγώ την έχτισα, εδώ εις την Ακρόπολιν, προμαχώνα απόρθητο. Και με έσουραν με τις αλυσίδες, ωσάν εγκληματία και ωσάν ψωραλέο διακονιάρη, ελεεινό, αναμεσό από τις στράτες και τα σοκάκια της Αθήνας διά να περιφρονηθώ από το λαόν και να με ντροπιάζουν και να με κράζουν χλευαστικώς «Τουρκοδυσσέα» οι ίδιοι εκείνοι οπού προψές με εξυμνούσαν ως ήρωά τους! Και έκαμαν συνεννόησιν με την εκκλησίαν και με αφόρισαν, όπως είχαν αφορίσει τον ομοιοπαθούντα μοι Καραϊσκάκην. Αϊ, Γιάννη Γκούρα, όπου σε γλίτωσα απ’ το σχοινί με κίνδυνον ζωής εις τον Εγριπο. Και άι, Μαυροκορδάτε, «εκλαμπρότατε», οπού τα λέγεις όλα μισοφανέρωτα, φαναριώτικα, αλά πολίτα, κρατάει από παλαιά τούτη σου η μάνητα, καθώς και του Κωλέττη, αφ’ ότου σας εγνώρισα εις την αυλήν του Αλή, ελυσσάξατε και μ’ έχετε χρόνον καιρό αμάχη. Πού μ’ εκατάντησαν!
Τώρα σιμώνουν με χολήν οι παλαιοί μου βλάμηδες, οι αγαπημένοι μου αδελφοποιητοί, οι ψυχαδερφοί μου οι ένδοξοι, να μου κόψουν την κεφαλή απαζάρευτη. Γαμώ τα γένια σας, λέγω. Να γίνει το χατίρι του Κωλέττη πλιά, οπού με φθονεί πολλά και ορδινιάζει τους χουσμετιάρηδές του, ότι είμαι ο πρώτος καπετάνιος της στεριάς και ότι επολέμησα τους βοεβόδες και τους πρωτοπαπάδες οπού έκαμαν πλιάτσικο εις των πτωχών ανθρώπων το βιος ωσάν λιμασμένες κουρούνες. Και των κοτζαμπασαίων την ζαραμοφαγιά, σαν τους «έκοψα τα χουλιάρια» από τις επαρχίες, όπου εστραγγίξανε την Ρούμελη με τους χαρατζήδες, τα πεσκέσια τα υποχρεωτικά και τα διαγουμίσματα των φουκαράδων οι Τουρκογέροντες. Μαθημένοι εις την λαθροφαγίαν. Το έγραψα διά τους δημογέροντας επέρσι εις τον φίλτατον Υψηλάντην, «αυτοί είναι σαν πανούκλα και πρέπει ο λαός να χωρισθεί απ’ αυτούς».
«Ετούτοι οι σταυρωτήδες τον Γολγοθά μου ζητούν»
[…] Δεν με χωρούσε εμένα μήδε η γενέτειρα, μήδε το κουρμπέτι, μήδε Θιάκι, μήδε Πρέβεζα, μηδ’ Ηπειρος ολάκερη, μήδε Ρούμελη ολάκερη, μηδέ μπαΐρες, μηδέ ρουμάνια, μηδέ στεριά και μήδε θάλασσα. Κι εκατήντησα τώρα δα εις το χαπίσι, εις το Βενετσάνικο Κάστρο της Ακροπόλεως μέσα χωστός, σιδεροδέσμιος, με βαριούς κελεψέδες, δεσμώτης χεροπόδαρος. Τούτο το ζ’ λάπ’ ο Γκούρας επήγε με τους κυβερνητικούς και γίνηκε το μάτι και το αυτί του Κωλέττη. Και μου εκήρυξε τον πόλεμον. Και εθανάτωσε λοιπόν τόσους, κατοίκους Αθηνών και τον πρόκριτον Σαρρήν που του αντιγνώμησε. Ετούτοι οι σταυρωτήδες δεν αρκούνται να με εξοντώσουν, τον Γολγοθά μου ζητούν. Ανάθεμα την φύτρα σας, κερατάδες!
[…] Ολοι μας αγαπούμε το χρήμα, ομοίως και η αφεντιά μου. Ομως η προδοσία είναι άλλο κεφάλαιον. Και τούτοι τώρα οι φύλακές μου, με πρώτον τον Γκούρα, με βασανίζουν να μολογήσω πού έχω κρυμμένα τα τζοβαΐρια και τις λίρες μαζεμένες απ’ τα χαΐρια ολάκερης ζωής. […] Και δεν ελογάριασαν όχι εμένα, ας αποθάνω, μόνο τους αγώνας οπού έχω δώσει λεοντόκαρδος. Οτι εστάθηκα πάντοτές μου ετοιμοπόλεμος και καλαρματωμένος και πάντοτές μου εις τας επάλξεις δίχως ουδέ στιγμήν να ξενοιάσω. […] Αναντάν μπαμπαντάν είναι το α-ντέτι να κάνει ο Ρωμιός πότε συμφωνία με τον οχτρό του, πότε τράμπες. Τακτική μου ήτον να μηχανεύομαι κατά το σύνηθες πώς να απατήσω τον Τούρκον με γελαστούρια και ψευτοσυνθήκες. Εχω ασκηθεί άριστα από την διπλωματίαν εις το σαράι του Αλή να διασκεδάζω τας υπονοίας του καχύποπτου Οθωμανού, να του γλιστρώ και κατόπιν να του επιτίθεμαι. Δι’ αυτό δεν έπαυσα ποτές να κρατώ μαζί τους ανταπόκρισιν. Κι έστειλε ο Κωλέττης το όρντινο εις τον παλαιόν μου πρωτοπαλικαρά τον Γκούρα. Και ο κάλπης ο Μαυροκορδάτος ήτο σύμφωνος και εκείνος. Διότι των Φαναριωτών τους εκαθόμουν στο στομάχι. Ετούτους τώρα προσκυνούν πολλοί παλαιοί καπεταναίοι και νέοι Γενεραλαίοι, όπως και οι κοτζαμπασήδες της επικράτειας. Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!
«Αγαπούν, λένε, την πατρίδα! Με την πατρίδα και τη μερίδα! Η πατρίς είναι ιδέα, ωρέ, είναι έρωτας!»
***
«Η αγωνία μου όλη ήτον δια την ελευθέρωσιν της ραγιαδοσύνης αλλά και δια την προσωπικήν μου τιμήν και τη δόξα, όμως και δια το ίδιον συμφέρον. Αργεί να γένη συνείδησις η εθνική ανάγκη. Είχομεν συνείδησιν ομογενείας και εν πολλοίς κοινής θρησκείας αλλά, ίδίως κατά την έναρξιν του αγώνος, δεν εξεχωρίζαμε – ασφαλώς και η αφεντιά μου – ανάμεσα εις τας ανάγκας του Έθνους και τας επιδιώξεις ένεκεν των συμφερόντων μας.»
***
«Εν μέσω εμφυλίων σφαγών, λέγω, ουδέ τα όρια της επικρατείας ασφαλίζονται, ουδέ το Έθνος διοργανίζεται. Όχι άλλες φατρίες αδερφοί! Η διχόνοια καιν ο φατριασμός είναι σύμφυτα του φιλτάτου και κακορίζικου Γένους μας.»
***
«Κατάρα θεού το γένος των Γραικών το ένδοξον ως βρυκόλαξ να πορεύεται βυζαίνοντας αίμα αδερφοκτόνον. Λύκους, τσακάλια, αγρίμια δεν εσκιάχτηκα τόσους χρόνους σχίζοντας όρη απάτητα και λαγκαδιές και ρουμάνια, μηδέ δίψαν, μηδέ αφαγίαν ελογάριασα ποτές μου, μόνον αυτούς τους οφιούς οπού γεννοβολούν τα περβόλια της δημογεροντίας και η φαναριώτικη ίντριγκα, ω μητέρα Ελλάδα. Οι πρώτοι, οι δημογέροντες επιθυμούν να παραμείνουν υπό το ζυγόν έτι πλουταίνοντες. Τουτουνούς τους πρέπει η αυτοθέλητος τυραννία, διότι οι ίδιοι την προτιμούν. Ημείς δε οι λοιποί, οι επιθυμούντες την νόμιμον ελευθερίαν μας και όχι τον δοτόν ραγιαδισμόν ως σουλτανικοί υπήκοοι πασχίζομεν με σκοπόν την πλήρωσιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας. Οι δεύτεροι, οι λογιότατοι, έσπειραν σατανικώς τη διχόνοιαν. Το δε αμάρτημα ημών, των τρίτων, είναι το φίλαρχον και φιλόπλουτον πνεύμα το οποίον κυριαρχεί εις τους πλείονας των αρχηγών στρατιωτικών εκ των πρώτων συλλόγων εις Επίδαυρον και Άστρος.»
***
«Αφού, λέγω, είμεθα πρώην σκλάβοι, φρέσκοι ελευθερωμένοι, αν δεν δίνωμε πίστιν εις την ιδέαν της Πατρίδας, είμεθα προς όλεθρον.»
***
«Ελευθερία ή Θάνατος είπα. Το θάνατο τον έχουμε. Την Ελευθερία όμως;»
***
«Με ηνάγκασαν οι αντίπαλοί μου οι οποίοι πυρετικώς μ’ επολεμούσαν τον πρότερον χρόνον. Με συκοφαντίες, περιφρόνησιν, υποτίμησιν της αξίας μου, διαμάχες πολλές. Ποτές μου δεν έπαυσα να μεθοδεύω κόλπα πρωτότυπα ή να μετέρχομαι παλαιά στρατιωτικά και διπλωματικά τεχνάσματα διά να εξαπατήσω Τούρκους και Αρβανίτες. Δεν τα εννοούν εκείνοι οι λόγιοι τα καπάκια. Εμείς τα εσπουδάσαμε κοντά εις τον Αλή, εις την αυλήν του, το πως θα παριστούμε ότι υποτασσόμεθα εις τον Οσμανλή ή ότι κάνουμε ανακωχήν, όμως έχοντας άλλα σχέδια εν κρυπτώ. Να πολεμήσωμε το Σουλτανάτο. Να κατεξολοθρεύσωμεν τον Τύρρανον.
Δαιμονισμένος ήμουν υπέρ της Πατρίδος. Επεχείρησα όλα τούτα, διά τους τύπους, κατά τη συνήθειάν μου, να συνάψω νέες συμφωνίες και νέα καπάκια με τον Τούρκο, όχι να προδώσω τον Αγώνα, μάρτυς μου ο Θεός, αλλά να στριμώξω την Κυβέρνησιν, τον Κωλέττη όπού μ’ εκαταδίωκε να με χαλάση. Εσκόπευαν να με παραμερίσουν, να με απομονώσουν, να με συντρίψουν. Οι κυβερνητικοί συνωμοτούντεςμ’ εχαρακτήρισαν προδότη και μ’ εδυσφήμισαν εις τους πατριώτας. Δεν επροσκύνησα. Αντιφρονών προς εκείνους είμαι, όχι εχθρός μηδέ του Γένους, μηδέ του Έθνους»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου