(πλατεία Βικτωρίας των Αθηνών)
Δεν έχω λέξεις, τι να πω, δεν ξέρω τι να ξέρω,
κορίτσι με τα μαύρα μάτια' σκιές που τρεμο-
παίζουνε θροώντας.
Φωτιά του λίβα και των φυλλωμάτων κομπανίες,
πείσματα να λειαίνουν των άστρων τη σιγή.
Η μελλοθάνατη οξύτητα του τέττιγος, κατάστηθα
της πόλεως των Αθηνών στολίδι, καρφώνει, ξεκαρφώνει,
λαλιά απώλειας και σύμβολο θανάτου, μονότονοι
ρυθμοί της γραφειοκρατίας' του πρωτοκόλλου
κωπηλάτες.
Συντελεσθείσα έλευση, όπου εισβάλλουν με ορμή
οι ατέλειες της καύσης' τα πέρατα.
Αέρια, ορυμαγδός και του φιδιού τραγούδι η αφθονία
των εκπτώσεων' των πωλήσεων' όπως έλαια, βούτυρα,
τυριά, λογαριασμοί, δάνεια, γαίες και ύδατα,
επιστολές πικρές και φάρμακα φαρμάκι.
Το ήπαρ των βράχων σιγοψήνεται στην παραλία' όσοι
εμπρησμοί, του ήλιου το ρευστό' συντρίμμι η θάλασσα,
ανασκαμμένο κοιμητήριο' πληροφορίες,
η αφρισμένη επιφάνεια του κόσμου,
Πλατεία όρθια, πατρίδες καταγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου