Απόσπασμα από το διάσημο βιβλίο του Λουί Φερντινάν Σελίν σε μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου (εκδόσεις "Εστία")
(...) Οι πάντες κλαίγαν σαν βρύσες στο εντευκτήριο, το βράδυ προπαντός. Η ανημπόρια του κόσμου μπρος στον πόλεμο ερχόταν να κλάψει εδώ, μόλις οι γυναίκες και τα κουτσούβελα απομακρύνονταν στον θαμπό απ' το φωταέριο διάδρομο, με τη λήξη των επισκέψεων, σέρνοντας τα ποδάρια. Ένα μεγάλο κοπάδι κλαψιάρηδων ήταν, τίποτε άλλο, ένα σίχαμα.
Για τη Λόλα, το να 'ρχεται να με βλέπει σ' αυτή την ιδιότυπη φυλακή ήταν ακόμα μια περιπέτεια. Δεν κλαίγαμε εμείς οι δυο. Δεν είχαμε από πού να τ' αντλήσουμε τα δάκρυα.
"Είναι αλήθεια ότι είσαι πραγματικά τρελός, Φερδινάνδε;" με ρώτησε μια Πέμπτη.
"Είμαι!" ομολόγησα εγώ.
"Και δηλαδή, θα σε γιατρέψουν εδώ;"
"Δε γιατρεύεται ο φόβος, Λόλα."
"Τόσο πολύ λοιπόν φοβάσαι;"
"Κι ακόμα πιο πολύ, Λόλα, φοβάμαι τόσο, βλέπεις, που αν πεθάνω από δικό μου θάνατο, αργότερα, δε θέλω με τίποτα να με κάψουν! Θα 'θελα να μ' αφήσουν στο χώμα, να σαπίσω στο νεκροταφείο, ήσυχα, εκεί δα, έτοιμο να ξαναζήσω ίσως... Δεν ξέρεις ποτέ! Ενώ αν με κάναν στάχτη, Λόλα, με νιώθεις, τέρμα όλα, τέρμα... Ο σκελετός, όσο να 'ναι, μοιάζει ακόμα λιγάκι μ' άνθρωπο... Είναι πιο έτοιμος να ξαναζήσει απ' ό,τι η στάχτη... Με τη στάχτη τέρμα τα δίφραγκα!... Τι λες κι εσύ;... Ο πόλεμος λοιπόν..."
"Α, μα είσαι πέρα για πέρα άνανδρος, Φερδινάνδε! Σιχαμερός σαν ποντίκι..."
"Ναι, πέρα για πέρα άνανδρος, Λόλα, τον αρνούμαι τον πόλεμο με ό,τι έχει μέσα... Δεν τον θρηνώ εγώ... Δεν παραιτούμαι εγώ... Δεν τον μοιρολογάω... τον αρνούμαι καθαρά και ξάστερα, κι όλους μαζί τους λεβέντες που περιέχει, δε θέλω να 'χω τίποτα να κάνω μαζί τους, μαζί του. Δεν πα να 'ναι εννιακόσια ογδόντα πέντε εκατομμύρια του λόγου τους κι εγώ μονάχα ένας, αυτοί έχουν άδικο, Λόλα κι εγώ δίκιο, γιατί μόνο εγώ ξέρω τι θέλω: δε θέλω πια να πεθάνω."
"Μα είναι αδύνατον ν' αρνηθείς τον πόλεμο, Φερδινάνδε! Μόνο οι τρελοί κι οι άνανδροι αρνούνται τον πόλεμο όταν κινδυνεύει η Πατρίδα τους..."
"Ε, λοιπόν, να ζήσουν οι τρελοί και οι άνανδροι! Ή μάλλον να επιζήσουν! Θυμάσαι, ας πούμε, Λόλα, τ' όνομα έστω κι ενός στρατιώτη απ' όσους σκοτώθηκαν στον Εκατονταετή Πόλεμο;... Προσπάθησες να μάθεις έστω κι ένα από κείνα τα ονόματα;... Όχι, έτσι δεν είναι;... Ποτέ σου δεν προσπάθησες; Σου 'ναι όλα τόσο ανώνυμα, τόσο αδιάφορα και τόσο άγνωστα όσο και το τελευταίο μόριο τούτου δω του πρες παπιέ, όσο και το πρωινό σκατό σου... Βλέπεις λοιπόν που πεθάναν για το τίποτα, Λόλα! Για το απολύτως τίποτα, οι κόπανοι! Σε διαβεβαιώ! Είναι αποδεδειγμένο! Μόνο η ζωή μετράει. Σε δέκα χιλιάδες χρόνια από τώρα, σου πάω στοίχημα, τούτος ο πόλεμος, όσο κι αν σήμερα σου φαίνεται σπουδαίος, θα 'χει παντελώς ξεχαστεί. Το πολύ πολύ να τσακώνονται ακόμα, εδώ κι εκεί, καμιά ντουζίνα καλαμαράδες γι' αυτόν και για το πότε γίναν οι σημαντικότερες εκατόμβες, χάρη στις οποίες δοξάστηκε... Είναι το μόνο αξιομνημόνευτο που κατάφεραν να βρουν οι άνθρωποι, οι μεν για τους δε, σ' απόσταση μερικών αιώνων, μερικών χρόνων, ακόμα και μερικών ωρών... Δεν πιστεύω στο μέλλον, Λόλα..."
Όταν ανακάλυψε μέχρι ποιου σημείου κόμπαζα για την επαίσχυντη κατάστασή μου, η Λόλα έπαψε εντελώς να με βρίσκει αξιολύπητο... Με θεώρησε αξιοκαταφρόνητο, αμετακλήτως.
Αποφάσισε να μ' εγκαταλείψει αυτοστιγμεί. Το 'χα παρακάνει. Όταν τη συνόδεψα ως το πορτάκι του Ασύλου μας εκείνο το βράδυ, δεν με φίλησε. (...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου