Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Μιχάλης Κατσαρός - Ποιήματα


ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ (1920-1998)



ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ'αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξαναΐδείς να τόνε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τήνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ' άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τόνε φυλάει το φεγγάρι

Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω



Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ


Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.
Και μια νύχτα που φυσούσε
και ζητούσε και ζητούσε
παλικάρι και παιδί
που έφυγε μες τη βροχή.

Πούθε πήγε το παιδί Θαλασσινή,
πού 'χει πάει το πουλί;
Ο αϊτός, το χελιδόνι
και μας λιώνανε οι πόνοι.
Στις καλύβες καίει-καίει το γιαλό
καίει την άμμο, καίει το νερό.
Παλικάρι πια δεν βρίσκει
τ' όνειρό της να μεθύσει.

Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.



Ο ΛΑΚΗΣ


Στο γιοφύρι το παλιό
μια φορά κι ένα καιρό
πιτσιρίκος με μυαλό
έπαιζες κουτσό.

Τώρα μου μεγάλωσες και κάνεις
πείσματα να μας πεθάνεις,
τώρα κάνεις πια το σοβαρό
δεν μας φέρνεις το νερό.

Λάκη Λάκη Λάκη
όπου έπαιζες στ' αυλάκι
κι έπαιζες μες στην αυλή
Λάκη Λάκης το παιδί.

Λάκη Λάκη Λάκη
που 'ναι το καινούργιο αυλάκι
που 'ναι η καινούργια αυλή
Λάκη Λάκης το παιδί.



ΜΗ ΦΥΓΕΙΣ

Μην κλαις π' ακόμα
δε μας έφυγες απ' τον αέρα
το δρόμο σου 'τοιμάζουνε
από πέρα.

Μην κλαις στον ουρανό θα πας
και μας εδώ μας παρατάς.

Πάρε μαζί σου απ' τη γη μας
το περιστέρι που 'ναι ψυχή μας.

Πάρε ελιά φιλιά, πάρε τα κάλλη
από τη γη μας τη μεγάλη.

Μην κλαις, μη φύγεις, μη μας παρατάς
είμαστε γιοι σου και μας αγαπάς.

Στον ουρανό βαρύθυμος πλανάς
τα βήματά σου
είμαστε ’μείς παιδιά σου,

Μη φύγεις μη, μη μας παρατάς
είμαστε γιοι σου και μας αγαπάς.



ΝΑ ‘ΜΑΙ ΙΗΣΟΥ ΚΡΙΣΝΑ ΜΩΥΣΗ

Κάτω βαθιά στη ρίζα μου
κάτω βαθιά στην καρδιά μου.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.

Υψώνω το λάβαρο
το δρόμο υψώνω.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.

Κατεβαίνω απ' τα όρη, τους βράχους
έτσι φωτεινός, ωραίος αγνός σαν αέρας.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.

Υψώνω το λάβαρο
το δρόμο υψώνω.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.

Ανεβαίνω απ' το βάθος της θάλασσας
έτσι φωτεινός, ωραίος αγνός σαν αέρας.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.

Χαϊδεύω τη χλόη,
στους δρόμους ακούω τα πουλιά,
τη σιωπή, χαϊδεύω τα άνθη,
τους αγρούς, τη βροχή.

Βλέπω το πρόσωπό μου
στο δικό σας ποτάμι.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.

Υψώνω το λάβαρο
το δρόμο υψώνω.

Νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή,
νά 'μαι Ιησού Κρίσνα Μωυσή.



Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ

Ακούσατε μια παράδοξη παράξενη ιστορία
για τον πατέρα με τη φυσαρμόνικα.

Τελάληδες, κοντραμπατζήδες και της μηχανής του Τσεβελέκου σπαήδες
όσοι του πατρός ζητάτε τη γνώση, ακαμάτηδες και διακοναρέοι,
ωραίοι νέοι και του δεκάξι Φαρισαίοι.
Της Σμύρνης με τη Γαλλική σχολή σπουδαίοι
όσοι ακούτε με παλιές παρέες, όλοι εσείς που θέλετε γνώση
του πατέρα την ιστορία, όσοι για πατρίδες νύχτες μιλάτε τόσοι ανθρώποι,
γυναίκες παιδιά μια ιστορία λυρική παλιά, για φυσαρμόνικα και κάποιο πατέρα
για νύχτα και μέρα ακούσατε την ιστορία στον αέρα.

Στην αρχή ήταν οι τρεις χαλύβδινοι αιώνες
στου Μπαρτζελιώτη με καρεκλάκι οι Παρθενώνες
και μετά ήρθε η θάλασσα και μεσόγειος νησιά,
ο δρόμος με τη βρύση πέτρινη παλιά, παλιώσαν όλα μέσα σε μια νυχτιά.
Γέρασε η Ελένη για μια νυχτιά και το '23 ήτανε αυτό που λες 1910, αποκοτιά!
Πηγάδια υπόγεια ποταμοί, με του νέγρου το μωρό στη φυλακή
οι Αταμάνοι οι Κοζάκοι οι παλιοί.

Μετά δύο τροχοί αλέθαν σιτάρι βροχή
με τη σιδερολαβή του πυρπολητή Κανάρη, έλειπε η σιδερένια γροθιά.
Του πατέρα το σπίτι πάνω σε καρφιά, δεν έκλαψε, δεν έκλαψε,
του Πόντου Άρη καθώς φεύγαν τα πουλιά.
Χόρεψε, χόρεψε, χόρεψε μόνος για πρώτη φορά,
δε γύρισε δεν ήτανε πατέρας πια.



ΣΠΙΤΙ

Σπίτι με τα κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι αληθινό
περιστέρια τα στολίδια σου
σπίτι με τον ουρανό.

Πού να είσαι
πού να στέκεις
πού να είσαι αληθινό
σπίτι με τα κεραμίδια
σπίτι με τον ουρανό.

Ποιος να φέρνει να γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιό
σπίτι των ονείρων σπίτι
που καρτέραγες το γιο.

Αν γυρίσει καλοκαίρι
αν γυρίσει χειμωνιά
σπίτι κάποιος θα σου φέρει
ανθισμένη λεμονιά.



ΣΤΑ ΛΙΘΑΡΙΑ


Στο παλιό το λιοτριβείο
μια φορά κι ένα καιρό
στα λιθάρια που γυρίζαν
κι ελιώναν τον καρπό
πέταξαν ένα παιδί, πέταξαν ένα παιδί
για να λιώσει να χαθεί.

Στα λιθάρια, στα λιθάρια
οι ανθρώποι οι κακοί
με την στρίγκλα τη μαγίστρα
το λουλούδι το σεμνό
λιώσαν το παιδί με βία
και δεν είναι αυτό ιστορία.

Τώρα ο ίσκιος του ο φρικτός
ξέσπασε σαν κεραυνός
στων ανθρώπων την κακία
και δεν είναι αυτό ιστορία.



ΣΤΗ ΓΗ ΣΟΥ


Τα πουλιά σου έφυγαν
σε κάποια γη και σε καλούνε,
στεριά γυρεύουν οι αητοί
και καρτερούνε.

Στη γη στη γη σου
σε προσκαλούν οι γιοί σου.

Τα πουλιά διαβήκαν το γιαλό
και φέρανε ελιά
στη γη στη γη σου την παλιά
σε καρτεράν οι γιοι σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου