Καλό μου, ερωτευμένο φεγγάρι
- είμαι μόνος -
καθώς μπαίνεις από το παραθύρι
αλαφρώνεις τη νύχτα μου.
- Είμαι μόνος -
και τα βιβλία δέ με διδάξανε τίποτε.
Μόνος
δίπλα σε βιβλία και περιοδικά
σε σοφία, σε ήρωες, σε υπεράνθρωπους,
τους χαϊδεύεις, ερωτευμένο φεγγάρι,
καθώς ψάχνουν για ένα χέρι,
τρελοί ακουμπάνε απαλά
σε δοκάρια, νομίζουν για χέρια
το χρυσό, το βολάν, τη σοφία
- είμαι μόνος -
κραυγάζουν πως κινδυνεύουν,
σ' ένα πνιγμένο,
τι να τους κάνω;
Έχω πιεί τόση θάλασσα!
Περιμένω τηλεφώνημα
- είμαι μόνος -
μ' αφήνει να περιμένω,
δεν έρχεται πιά ή έρχεται
να με χαϊδέψει με γνωμικά :
τι λέει ο Φλωμπαίρ, ο Ντοστογιέφσκη,
τι εγώ έχω πεί για πνιγμούς, για θανάτους,
μ' ακουμπάει σ' ένα στρώμα και φεύγει,
δε θέλω ν' αναρρώσω,
( γιατί να πέφτω σε κρεβάτια ),
μ' αρέσει να πνίγομαι σε κάποια μάτια,
μη με βγάζεις της λέω απ' τη θάλασσά τους
- είμαι μόνος -
πρέπει να ξαναρχίσεις,
τι; πότε; Περάσαν τα χρόνια.
Καλό μου φεγγάρι
-είμαι μόνος-
ποιός είμαι; ο Δημήτρης, ο Ιβάν, ο Αλιόσα
ο κ. Κ. του Κάφκα;
Τους βαρέθηκα,
φέξε να μου να βρω ένα χέρι
με κερκίδα, ωλένη, με δάχτυλα.
Το βρήκα και με μαστίγωσε.
Φέξε μου γι' άλλο και γι' άλλο,
τι ωραίο το μάτωμα!
βαρέθηκα την περιγραφή της θωπείας,
θα σας κάψω βιβλία μου
- είμαι μόνος -
μ' έφαγε η σοφία σας,
μην αγοράζετε βιβλία
θα σας ρημάξουν μια μέρα.
Καλό μου φεγγάρι,
ότι έχω γράψει
είναι ένα γράμμα στον έρωτα.
Σαν ένα παράξενο ζώο
ακολουθώ τους ανθρώπους
στο δρόμο, στο σπίτι, στο όνειρο.
Τους βλέπω σαν χέρια,
τους ακούω σαν νάταν αηδόνια,
κομπάζω ντυμένος τα γιορτινά μου.
Γελούνε με τα ερωτικά μου γράμματα.
Καλό μου φεγγάρι,
μην τους φέγγεις,
δεν πρέπει να τα διαβάζουν,
και μένα μην μου φέγγεις να γράφω,
δε χρειάζονται αυτά,
οι στίχοι μ' έφαγαν
σαν νάταν τα στόματα των σπαραχτών μου.
Είμαι μόνος.
Έστησα μιάν αψίδα,
έπλασα είδωλα, εμψύχωσα πετρωμένους,
οργάνωσα γιορτές,
πέρασα από κάτω,
είχα πιστέψει πως έγινα ένδοξος
- είμαι μόνος -
τα θούρια έφταναν σε άλλες μοναξιές,
έραινα με λουλούδια τη δόξα μου.
Επί τέλους, τα χρόνια δεν έχουν σημασία,
γίνεσαι ρόδο, γαρούφαλο, πανσές,
κήπος ο κόσμος στα μάτια σου,
τι είναι αυτά που είχα τραγουδήσει
τα μελαγχολικά ; σκίστα ψυχή μου,
χαρά, λησμόνησε τα - έλεγα -
δεν είχα φρύγανα τότε
ν' ανάψω φωτιά,
τώρα ξυλοκόπησα δάση,
χειμώνα καταραμένε, ζεστάθηκα,
πάρτε τα μάλλινα μου ξεπαγιασμένοι,
ιδού γυμνός, φυσικός κι ωραίος ακόμα
κοιτάζω το ερημητήριο που κατεδάφισα.
Καλό μου φεγγάρι,
γιατί με παραπλάνησες
παίζοντας φωτεινές συναυλίες
πάνω σε πρόσωπα σκοτεινά;
όψη λυπημένη, ψυχή ποντισμένη σε βυθούς,
μάτια πλημμυρισμένα από εκκλησίες,
το ανέκφραστο με υψωμένα χέρια,
έτσι την έβλεπα.
Αλλά τούτα είμουν εγώ,
δεν τόξερα πως έβλεπα σε καθρέφτη.
Απορούσε
που της έριχνα ένα σκοινί
εκεί στα ρηχά που κολυμπούσε.
Καλό μου φεγγάρι,
άφησε με να δω καθαρά,
μου έλειψε η κόλαση κι ακόμα
με παραπλάνησε ο Αλιγκιέρι.
Τώρα είμαι μόνος,
και ακόμα τα τέρατα είναι μια συντροφιά.
Καταραμένη ωραία ζωή,
καταραμένη ωραία αγάπη
σας δίψασεν η γλώσσα μου.
Καλό μου φεγγάρι,
το ωραίο είναι η έκφραση του ανεκπλήρωτου.
Ώ σύ γλυκιά μελαγχολία του Μπερλιόζ,
Ώ πόνε τρυφερέ του Μπετόβεν,
Ώ ασίγαστο πάθος του Μπωντλαίρ,
στο διάβολο αυτό το ωραίο
που σας εστέρησε την εκπλήρωση.
Το ξέρουμε πιά
οι ζωγραφιές ψεύτικες, ψεύτικες οι απεικονίσεις
γιατί η ζωή έξω απ' τους πίνακες σφαδάζει.
Καλό μου φεγγάρι
σου μίλησα άσχημα,
έχασα τη λαλιά μου.
Δεν έχω ύπνο
αλλά ούτε και θέλω να κοιμηθώ.
Μη φύγεις. Σου υπόσχομαι:
Θα ξαναγίνω αηδόνι.
Το μικρό μου σύμπαν, Δίφρος 1969
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου