Συμπέρασμα λοιπόν
για να τελειώνω μʼ όλʼ αυτά·
όλα:
τον αφανισμό της Κλυταιμνήστρας
της Μεσσαλίνας έπειτα
κι αυτόν
την Ηλέκτρα με το τσιμεντένιο πρόσωπο
κι αυτή
τη δυσφορία της θάλασσας,
τη δυσφορία της βροχής, τις πικροδάφνες
που σε χρόνο ανύποπτο
φυτρώσαν μέσα στην καρδιά μου
και θα με κατοικήσουν
ως ότου να με πνίξουνε φουντώνοντας
κι αυτές
την ολιγωρία όλων σας
κάθε σταθμητού κι αστάθμητου παράγοντα,
τη γυναίκα με τʼ απούλητα λαχεία που μʼ επέπληττε
κι αυτή, κι αυτή.
Τέλος, με τη γριά κάτʼ απʼ τα δέντρα
στα πλοία, στους σταθμούς, στις αποβάθρες
σε κάθε βήμα μου, η γριά, παντού.
Τον Ορέστη
– ωστόσο τι έφταιγε ο άβουλος Ορέστης
-όχι λοιπόν αυτός-
Την κάθε λάθος κίνησή μου στο παιγνίδι
– όχι· δεν ήταν όλες μου οι κινήσεις λάθος.
Η γυναίκα με τʼ απούλητα λαχεία
γιατί να μʼ επιπλήξει αυτή;
Τι την ενδιέφερε άλλο,
εκτός από τʼ απούλητα λαχεία της;
Η ολιγωρία των φίλων;
Δεν ολιγώρησαν όλοι· όχι.
Η θάλασσα σταχτιά, η βρώμικη βροχή.
Η Ηλέκτρα; Όχι.
Δεν ήταν ούτʼ η Ηλέκτρα
δεν ήταν η βροχή
κι η θάλασσα, η θάλασσα δεν ήταν
ούτʼ η Γριά,
δεν ήτανε δεν ήταν η γριά
πού ήξερε η γριά;
Πού ξέρουμε όλοι μας, τι ξέρουμε
γιʼ αυτή
Αυτή τη δύναμη κει Πάνω,
που δεν τη μαλακώνει ο πόνος μας
που διαφεύγει μες απʼ τις κινήσεις μας
που τις προετοιμάζει
που πάντοτε την έκανε θηρίο η ευτυχία μου
κι έχει επιβάλει σα μονάχο
προορισμό μου
μια ατέρμονη θητεία μου
στο χρέος και στο δάκρυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου