Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Ανδρέας Εμπειρίκος - Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης (απόσπασμα)



Kάτω από την τεράστιαν τεντάν , ο τσίρκος τώρα εκόχλαζε και εβόα. Το νούμερον με τα μικρά ιππάρια είχε τερματισθή καθώς και η άρσις των βαρών. Δύο παλιάτσοι, ευρυπαντέλονοι κρεμανταλάδες – ένας ψηλός, ισχνός και ένας μικρούλης νάνος – ξεφώνιζαν εις τον στίβον, εξεκλειδώνοντο, έπεφταν, εσηκώνοντο, κλαυσιγελούσανε και εχαστουκίζοντο αμοιβαίως ανταποδίδοντες με ιαχάς τας ηχηράς και περιτέχνους φάπας. Αίφνης η ορχήστρα ανέκρουσε ένα γοργόρυθμον σκοπόν και ο στίβος ελευθερώθηκε απ’ τους παλιάτσους. Τέλος, αφού εστήθη ολόγυρα το σιδηρούν κιγκλίδωμα, με βρυχηθμούς λαχταριστούς, γοργόσκιρτα και λυγερά ώρμησαν μέσα τα λεοντάρια.Μόλις εισήλθον, τους ακολούθησε τροχάδην χαρίεσσα και φιλομειδής, με κυανοπόρφυρη σφιχτή στολή ουσάρου, αλλά χωρίς καπέλλο στο κεφάλι, με άσπρα σειρήτια και χρυσά κουμπιά, κραδαίνουσα μαστίγιον στο χέρι, η περιώνυμος δαμάστρια Ζεμφύρα, κατάξανθη, με μαύρα μάτια ηδυπαθή, με μπότες στιλπνές ψηλές και αστραφτερά σπιρούνια. Στη μέση του στίβου ακριβώς, η νεάνις εστάθη αποτόμως και κάμπτουσα τα γόνατά της εις δίχρονον υπόκλισιν βραχείαν, χαιρέτησε δεξιά και αριστερά το πλήθος.
Εκ πατρός Πρωσσίς και εκ μητρός Λιθουανή, ωραιοτάτη και νεαρά, με θαυμαστούς προεξέχοντες μαστούς υπό τον επενδύτην του ουσάρου και αρμονικώς καμπυλουμένους γλουτούς υπό την στρατιωτικήν περισκελίδα, με πρόσωπον παρθένου αγαλλιώσης, η Ζεμφύρα απέσπα πάντοτε θύελλαν χειροκροτημάτων και φωνητικών εκδηλώσεων εξάλλων. Οι πιο ένθερμοι εκ των λαϊκών της θαυμαστών, καμμιά φορά παραληρούντες, εκραύγαζον περιπαθώς ωρισμένας λέξεις, που εάν το πλήθος δεν ήτο πάντοτε τόσον πυκνόν και ήτο διαφορετική η ατμόσφαιρα του τσίρκου, οι ούτως εκφραζόμενοι θα εξεβάλλοντο εκ του ιπποδρομίου, ως προσβάλλοντες την δημοσίαν αιδώ. Εν τούτοις το κλίμα που εδημιούργει πέριξ αυτής η ξανθή θηριοδαμάστρια ήτο τοιούτον ώστε αυταί, αι άλλωστε τόσον εκφραστικαί και τόσον αδικημέναι λέξεις, δεν εφαίνοντο ποτέ χυδαίαι, ούτε προσβλητικαί, διότι συνυφαίνοντο και αφωμοιούντο φυσικότατα, εν τη ευγλώττω και κυριολεκτική των σαφηνεία με ό,τι ανεδίδετο και διεχέετο από την νεαρά γυναίκα, τόσον από την προσωπικήν της καλλονήν και γοητείαν, όσον και από την δράσιν της με τα θηρία, από τα οποία, οσάκις ευρίσκετο μεταξύ αυτών, εξεπορεύετο και εξηπλούτο, πάντοτε, μια δυνατή οσμή οργανικής θηλύτητος και αρρενωπότητος συνάμα.
Πέντε-έξη χρόνια τώρα, εγοήτευε η Ζεμφύρα τους θαυμαστάς της με την μελετημένην και ψυχολογικώς εδραιωμένην σαγήνην μιας καλλονής που κινδυνεύει εν μέσω των αγρίων ζώων – πράγμα που συνεκλόνιζε βαθύτατα τα πλήθη.

Το ίδιον συνέβαινε και κατά την εσπέραν ταύτην. Αφού υπεκλίθη η Ζεμφύρα, έκαμε μεταβολήν και αντίκρυσε τα λεοντάρια. Ο κόσμος ενθουσιών την υπεδέχετο με ποδοβολητά, χειροκροτήματα και επευφημίας. Την ίδια στιγμή, σαν ρόδι που σκάει αποτόμως, ορμητικόν και ασπαίρον, εξέσπασε απ’ τα πνευστά το εμβατήριον “El Capitan” του Σούζα. Η Ζεμφύρα ηυχαρίστησε γοργά το πλήθος, κλίνουσα τρεις φορές την κεφαλήν της. Την ώρα εκείνην ο λέων Bobby απεπειράτο να επιβή ερωτικώς επί νεαρής λεαίνης. Τρεις λέοντες εβρυχώντο στεντορείως. Εταίρα λέαινα ουρούσε εσπευσμένως. Αίφνης η νεαρά Πρωσσίς ύψωσε την δεξιάν της και το μέγα καμτσίκι της άστραψε απανωτά εις τον αέρα. Τα λεοντάρια υπεχώρησαν αμέσως και ορθώθηκαν όλα μαζί στα πισινά τους πόδια. Το άγριον τούτο θέαμα ήτο μεγαλειώδες και ο κόσμος, ηλεκτρισθείς, ενέτεινε τα χειροκροτήματά του. Ένα λεπτόν, τρία λεπτά έμειναν έτσι τα θηρία, έπειτα υπό τους ήχους ενός βαλς ( το βαλς της «Κοιμωμένης Καλλονής» του Τσαϊκόφσκυ) που διεδέχθη το εμβατήριον του Σούζα, έλαβον θέσιν το εν όπισθεν του άλλου, και ενώ κροτούσε ακόμη το μαστίγιον, ήρχισαν να περιτρέχουν τον στρογγυλόν περίγυρον του στίβου, με τα κορμιά των κυμαινόμενα, με τις χαίτες των ανεμιζόμενες εις τους ρυθμούς των ¾, όπως οι ήχοι του χορού, όπως το ευλύγιστον σώμα της Ζεμφύρας, που με οξύτατα παραγγέλματα και αυτόχρημα λάγνες ιαχές τα εκυβερνούσε.

...Εκ πρώτης όψεως, ο άνθρωπος με το βελούδινον καπέλλο εφαίνετο να ρεμβάζη μέσα στην τύρβην της φθινοπωρινής βραδιάς. Ωστόσο δεν ερέμβαζε. Κρατούσε στο αριστερόν του χέρι το ωρολόγιόν του και μετρούσε πόσες ξανθές και πόσες μελαχροινές εδιάβαιναν κατά λεπτόν ενώπιον του, και μόλις παρήρχοντο εμπρός από την διαφημιστικήν στήλην, εσημείωνε την κάθε μια, σύμφωνα με την απόχρωσιν της κόμης της, σε ένα κυτίον σιγαρέττων. Καίτοι ο άνθρωπος αυτός εθεωρείτο από τους περισσοτέρους ως ημιπαράφρων, όσοι έτυχε να τον γνωρίσουν εκ του σύνεγγυς τον εθεώρουν ίσως εκκεντρικόν, αλλ' εβεβαίουν ότι είχε σώας τας φρένας του. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που εξελαμβάνετο ως διασάλευσις της ψυχικής του ευρυθμίας, δεν ήτο κατά βάθος παρά μία απόρροια πλουσιότατης ιδιοσυγκρασίας και μέγα θάρρος συναισθηματικόν.Ο ποιητής είχε μόλις καταγράψει μίαν μελαχροινήν νεανίδα, που διήρχετο εκείνην την στιγμήν ενώπιον του, όταν, εμπρός στην διαφημιστικήν στήλη εστάθη μια νεαρά γυναίκα με πολύ σφικτόν κορσέ, ενδεδυμένη με φόρεμα ζινζολινόχρουν γαρνιρισμένον με βαρύτιμα γουναρικά και φέρουσα ένα toque εις το κεφάλι της κεκαλυμμένον σχεδόν εξ ολοκλήρου με πανσέδες, ενώ στα πόδια της φορούσε υψηλά και μυτερά μποτίνια με πάμπολλα μικρά κουμπιά. Την γυναίκα αυτήν συνόδευε ένας άνδρας υψηλός και μελαψός, με μαύρον ψαλλιδισμένον μύστακα, με σκληρόν καπέλλο, φαιάν ενδυμασίαν και ένα μπαστούνι εις το χέρι με εξ ελεφαντοστού λαβήν.
Μόλις αντελήφθη ο ποιητής το ζεύγος, αμέσως διέκοψεν την μέτρησιν και κοίταξε έκθαμβος την νεαράν γυναίκα. Έπειτα, καταγοητευμένος, προσέθεσε γρήγορα δίπλα στας δύο στήλας των ξανθών και των μελαχροινών, τρίτην στήλην και έγραψε στην κορυφήν του κυτίου των σιγαρέττων «Πυρρότριχες », ενώ, από κάτω εσημείωσε τον αριθμόν 1.

Πηγή: Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης, Άγρα 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου