Τρελαίνονταν για κούρσες και για γέλια
–ήταν 'να πλάσμα ανόητο και φίνο–
ξίφη φωτός τα πόδια της τα τέλεια
–κι εμίλαε ως να παίζει μαντολίνο.
Καβάλα στ' άλογό της το φλογάτο
–ρόδο το γέλιο της, μπογιά το φρύδι–
έμοιαζε κούκλα εξαίσια με γιομάτο
τ' ωραίο της κεφάλι πριονίδι.
Τέλος, αγέλαστη στην κάσα –ωιμένα–
με μαύρα αλόγατα την πήρε αμάξι
κ' έφυγε με τα μάτια της ραμμένα
σαν με σταυροβελονιά από μετάξι...
Λοιπόν; Νινόν μου εσύ – γλυκό μου στόμα
που με τις κουταμάρες του γελούσα,
έφτασα ως να σοβαρευτείς ακόμα
για μια (τί βίτσο!) –αλλόκοτη μια– κούρσα;
–ήταν 'να πλάσμα ανόητο και φίνο–
ξίφη φωτός τα πόδια της τα τέλεια
–κι εμίλαε ως να παίζει μαντολίνο.
Καβάλα στ' άλογό της το φλογάτο
–ρόδο το γέλιο της, μπογιά το φρύδι–
έμοιαζε κούκλα εξαίσια με γιομάτο
τ' ωραίο της κεφάλι πριονίδι.
Τέλος, αγέλαστη στην κάσα –ωιμένα–
με μαύρα αλόγατα την πήρε αμάξι
κ' έφυγε με τα μάτια της ραμμένα
σαν με σταυροβελονιά από μετάξι...
Λοιπόν; Νινόν μου εσύ – γλυκό μου στόμα
που με τις κουταμάρες του γελούσα,
έφτασα ως να σοβαρευτείς ακόμα
για μια (τί βίτσο!) –αλλόκοτη μια– κούρσα;
Από το βιβλίο: Γιάννης Σκαρίμπας, «Ουλαλούμ – Ευατούληδες – Βοϊδάγγελοι», Κάκτος, Αθήνα 1976, σελ. 76.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου