Ωραία του φθινόπωρου βραδιά, σύννεφα σκορπιστά
εδώ κι εκεί, της θλίψης αδερφοί συνοδοιπόροι.
το ποτάμι κυλά μα εμείς στο λιμάνι
της Όστιας θα σταθμέψουμε:
γλώσσες γα κύματα γλύφουν τα μέλη των παιδιών'
κοχύλες αστράφτουν στον ήλιο.
Έλα Οκτάβιε συ
Άσε μια στιγμή τον σωτήριο
λόγο, πάψε Καικίλιε να κλαις
για των θεών σου την ήττα: στην αμμουδιάν αυτή
της Όστιας, όλα θα πέσουν
λόγοι σωτήριοι και θεοί.
Νοσταλγώ τη φυγή
ανάμεσα σ' άμμο και γη που κάτι σκοίνοι
κάτι αμμόχορτα κι' άλλοι φτωχοί
του θεού λειχήνες, αδιάφορα
για το υγρό και το ξηρό κι' ενάντιοι
προς κάθε οριστική πραγματικότητα
τα πόδια τους ξελασπώνουν.
Τι προς εμέ; τέκνο του γίγνεσθαι χαζεύω
και χαίρουμαι που ακούω τη ζωή
σφιχτή κι' ατράνταχτη μέσα μου
ανάμεσα σε δυο απελπισίες.
Πηγή: Ζήσης Οικονόμου (1911-2005), δημοσιευμένο στο περ. Κοχλίας. τ. 16 Απρίλιος 1947.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου