[...] Σε μια άκρη, γεμάτη πέτρες -πιο πέρα υπήρχαν και μπάζα- ένα ασθενικό, καχεκτικό πευκάκι, ξεχασμένο. Αυτό είχε απομείνει. Έσκυψα. Προσπαθούσα να βγάλω τις πέτρες και τ' αγριόχορτα, να σκορπίσω προς την άλλη μεριά τα μπάζα. Το διάλειμμα τέλειωσε. Ο δάσκαλος ήταν σαφής. Με το αγροκήπιο και τον μικρό πευκώνα θ' ασχολούμαστε μόνο τις ελεύθερες ώρες. Την άλλη μέρα πήρα κρυφά απ' το σπίτι μια μικρή τσάπα, την έκρυψα μέσα στις πέτρες, και σε κάθε ευκαιρία ξερίζωνα χόρτα, έβγαζα πέτρες, έσπρωχνα τα μπάζα. Ο χώρος τώρα γύρω απ' τον κορμό του είχε μεγαλώσει. Έσκαψα λάκκο κι έφερα κοπριά, γιατί το έδαφος ήταν αμμώδες και το νερό έφευγε αμέσως.
Στα διαλείμματα όλοι στέκονταν καμαρωτοί δίπλα στα πεύκα τους. Τραβούσαν τα κλαδιά, μερικά είχαν και μικρά κουκουνάρια, κάθοταν κάτω απ' τη σκιά και τσακώνονταν αν κάποιος καταπατούσε τη σκιά του άλλου. Εγώ, στον ήλιο. Με κονσερβοκούτια κουβαλούσα λίγο λίγο το νερό, έδιωχνα τα μυρμήγκια απ' τα κλαδιά, μετρούσα με το σώμα μου το ύψος του. Μου έφτανε ως τα γόνατα. Έβγαζα τα παπούτσια για να φαντάζει πιο ψηλό. [..]
Πηγή: Ο Μεγάλος Δρόμος, Γαβριηλίδης, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου