Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Λένε πολλοί ότι ο Κόσμος γεννήθηκε ανάποδα.
Μ΄αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω κι όχι με τα πόδια απάνω.
Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες.
Αλλά ο Κόσμος ήταν όμορφος -ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωσε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τ΄ άστρα τ΄ουρανού τα ξαδέρφια του.
Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι, τα δέντρα, οι βροχές, τα σύννεφα.
Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ΄άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια.
Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε, ο Πατέρας του.
Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ΄να μεγάλο γκρεμνό που του άνοιξε μπροστά του.
Μα οι άγγελοι δώσανε στον Κόσμο φτερά και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε.
Τότες για να εκδικηθεί ο ΄Αβυσσος πήγε κι έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του- έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό.
Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο- που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε στο Κενό.
ΠΙΣΤΕΥΩ
Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ’ ένα Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα
Πιστεύω σε μια εκκλησία διακόπτρα του φωτός
Και σε δώδεκα Απόστολους του Έρωτα
Πιστεύω σ’ ένα Εσταυρωμένο δέντρο
Και σε μια αρχική ουσία Π
Πιστεύω σ’ έναν άγνωστο παράγοντα
Που γεννάει την περιέργεια
Πιστεύω σ’ ένα πονηρό και σ’ ένα αθώο πνεύμα
Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα
Που θα με κάνει ευτυχισμένο
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας
Που μπορεί στην κόλαση να δει τον παράδεισο
Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ
Πιστεύω
Πιστεύω σ’ έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο
Απ’ τα δεσμά της σκέψης του τού φόβου του το αυγό
Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΑ
Του Οδυσσέα Ελύτη
[…..]
Μπροστά μας είναι μια πόρτα σαν άνθρωπος
Γιατί οι άνθρωποι είναι πόρτες κι αυτοί
Άλλες κλειδωμένες κι άλλες ορθάνοιχτες και σε σπρώχνει
Η περιέργεια να τις ανοίξεις η δίψα να τις διαβείς
Και η ελπίδα σε τυραννάει πως ίσως κάποτε
Από αυτές να ’τανε μια που θα σ’ έβγαζε στον ήλιο,
Και μιαν άλλη που ’χε τα γιασεμιά της κρυμμένα
Ή μια τρίτη που δεν μπόρεσες τότε να την ανοίξει
Και τώρα είναι πια αργά, είναι αδύνατο να γυρίσεις
Γιατί άλλαξε ο ποταμός τόσες φορές τα νερά του
Και οι άνεμοι που φυσούν σε σπρώχνουν ολοένα μακρύτερα από την πατρική σου γη.
Από την ποιητική συλλογή ‘Ποιήματα Ι’, εκδόσεις Ύψιλον
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλοι θα κατοικήσουν!
Άλλοι θ’ ανέβουν τα σκαλιά να στρώσουν τα κρεββάτια!
Άλλοι θ’ ανάψουν τα κεριά στα βορεινά δωμάτια!
Ποιες δυσκολίες, ποια δάχτυλα, ποια μάτια!
Και από μας, ποιος θα τολμήσει να μιλήσει
με τα πρόσωπα που ζούνε αποκλεισμένα
πίσω από χιλιάδες πόρτες, παράθυρα και κάστρα,
που τα χτυπούν οι θάλασσες, τα όνειρα και τ’ άστρα;
Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλος θα κατοικήση!
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Και το κουδούνι χτύπησε της πόρτας όταν τρώγαμε ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα… πήγα ν’ ανοίξω – βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα
Κατέβηκα και στάθηκα στις σκάλες για να δω μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω και δεν τολμούσε ν’ ανεβεί γιατί ντρεπόταν
Μα δεν είδα ούτε εκείνα τα γνωστά παλιόπαιδα που συνηθίζουνε γι’ αστείο να χτυπάν τις πόρτες προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο
Πίσω απ’ τα τζάμια κοίταξα και πίσω απ’ τις κουρτίνες και πίσω απ’ τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος
Παντού μπροστά μου απλώνονταν μια ερημιά από σπίτια μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη χωρίς κίνηση καμιά σ’ όλες τις λεωφόρους-
Ήταν κλειστά τα μαγαζιά τα ζαχαροπλαστεία πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν
Ώστε ο κόσμος άδειασε σκέφτηκα μ’ ανακούφιση και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα
Πίστεψα πως ασφαλώς θα το ΄καναν επίτηδες μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω
Αλλά κανείς δεν ήτανε-παράξενο-κανένας στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα…
Από τη ποιητική Συλλογή “Ποιήματα ΙΙ”, Εκδόσεις Ύψιλον
ΜΙΚΡΟΣ ΘΡΗΝΟΣ
Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη
Όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες
Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους
Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια
Το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο
Δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά
Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους
Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα
Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας
Και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.
Από την ποιητική συλλογή ‘Κεντρική στοά’
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
Με το πιο τρύπιο μου πουλόβερ
κάθομαι και γράφω
για τη σημερινή και την
αυριανή κατάσταση –
φράσεις ωραίες, στίχους
ευρηματικούς, αφορισμούς
προειδοποιήσεις αναλύσεις
των δεδομένων και των ακόμα
αδόκητων του μέλλοντος
γεγονότων: είναι αναμφι-
σβητήτως ωραίο πρωινό
ούτε ζέστη ούτε κρύο
με λίγα συννεφάκια
επάνω απ΄τον αρχαίο ναό το
ον στημένο στον πανάρχαιο
λόφο – από κάτω γογγύζουν
και διαμαρτύρονται οι τιτάνες
αλυσοδεμένοι χειροπόδαρα
από την αυταρχική πολιτική
του επικρατούντος καθεστώτος
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ;
Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 2012
Από τη συλλογή «Πικρό καρναβάλι» [Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας] εκδόσεις Ψυχογιός
Πηγή: Ιστοσελίδα [LIFO]
ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ ΤΟ ΦΩΣ
Ο σχηματισμός κυβέρνησης
στην Ελλάδα εξαρτάται απ’ τον καιρό
αν φυσήξει πουνέντες θα βγούνε
φιλοδυτικοί, αν φυσάει γρέγος
θα βγει μια φιλορωσική –
αν φυσάει μαΐστρος θα βγει
μια φιλοευρωπαϊκή – που
θα ψηφίζει αιωνίως μνημόνια
έως τον άρρητο αριθμό με
Χ δισ. μονάδες – και το χρέος
ω, το χρέος παιδιά μου θ’ αυξάνεται
με ταχύτητα φωτός – στον κύβο
κάθε νέα μέτρηση – και η μητέρα μας
η στοργική… Αμερική να μην
προλαβαίνει να επιβάλλει κυρώσεις
ενώ θ’ ανατέλλει εξ ανατολών
Από την ποιητική συλλογή ‘Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα’
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ,
τη στρατιωτική Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια,
τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια,
τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη,
τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη,
τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια,
τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις
διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα,
τους διαγωνισμούς Καλλονής,
την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων,
πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Ενθάδε κείται η ιδέα που σχημάτισα για τον εαυτό μου
Και μια φωνή μου ψιθυρίζει να’ ρθω εδώ να μείνω
Στο κοιμητήριο των καλών προθέσεων στον τάφο μιας ωραίας ελπίδας
Όπου θα καταθέσουνε στεφάνια οι ανθοδέσμες κι οι αυταπάτες
Ενθάδε κείται η ιδέα που είχα για τον εαυτό μου
Ολόκληρο ένα κεφάλαιο της ζωής μου είναι εδώ κλεισμένο
Όταν όλα πήγαιναν καλά κι ήτανε όλα ρόδινα
Μέσα στο βιβλίο που ήμουνα ο ίδιος, θύτης, θύμα κι αναγνώστης
Αλλά δεν ήρθε εγκαίρως ο εαυτός μου στο μέρος το καθορισμένο
Ίσως να σταμάτησε ένα ρολόι – κι ίσως αυτός που διάβαζε
Να πήδηξε μια σελίδα απ’ το βιβλίο και να τ’ άφησε
Ίσως ν’ άλλαξαν οι προφητείες και να σκοτείνιασαν οι οιωνοί-
Κι έμεινα με τη μετασχηματισμένη ιδέα του εαυτού μου
Και τώρα ενθάδε κείται ο θυρωρός της σκέψης μου της κεντρικής
Με τα’ αντικλείδι μου στου νου το χέρι ο κλέφτης
Κι ο παλιατζής των αποφάσεων μου
Ενθάδε κείται ωραία προκλητική η σελίδα
Η χαμένη από τον εαυτό μου – αλλά κανείς δεν έμαθε
Ποτέ το πώς και το γιατί να σκίστηκε από το βιβλίο
Με τέτοιον τρόπο οριστικό και μυστηριώδη κι άγνωστο.
Από την ποιητική συλλογή ‘Εστίες μικροβίων’, 1977
ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ
Περνώντας από το ένα στο άλλο
περνάμε απ’ το ένα στο μηδέν
με τη μεγαλύτερη ευκολία
χωρίζομαι στα δύο και…μάταια
προσπαθώ να περάσω το δρόμο
η άλλη όχθη απομακρύνεται σταθερά
βρίσκομαι στο εν τρίτον της διαδρομής
ενώ η κίνηση με προσπερνάει
γύρω μου τρέχουν σαν τρελλά ταξιά
λεωφορεία, ΙΧ, τζιπς, SUV, φορτηγά
πως δεν μ’ έχουν κάνει λιώμα απορώ
κι αναρωτιέμαι αν είμαι στα καλά μου
αν δηλαδή εγώ απομακρύνομαι
απ’ την πραγματικότητα κι όχι
εκείνη από μένα – μένω άναυδος
όταν με καλεί με το δάχτυλο
ένας πολισμάνος της τροχαίας: ‘Τι κάνεις
εδώ καλέ μου άνθρωπε, κι εμποδίζεις
την κυκλοφορία – φύγε γρήγορα απ’τη μέση
πριν σε πλακώσουν οι νταλίκες’ και τ’ άλλα
ΜΜΜ που καραδοκούν να σ’ αρπάξουν
απ’το κολλάρο και να σε ρίξουν στους λύκους
ανθρωποθυσία λένε για το καλό της πατρίδας
της παρτίδας, του πάρτυ σου – κοινός τόπος
παρονομαστής, παρήχηση, ή κατήχηση,
ή αντήχηση, ή απήχηση περιμένω
να κοπάσει ο σαματάς που έχει δημιουργηθεί
γύρω μου – ο δρόμος έχει τώρα αποκοπεί
απ’ το πλήθος που έχει μαζευτεί γύρω μου
και άλλοι με χειροκροτούν και άλλοι
με λοιδωρούν ενώ άλλοι κατεβάζουν
τα βλέμματά τους τα κεφάλια τους
σαν να ντρέπονται – μια σιωπή απλώνεται
έχουν περάσει πολλά ήρθαν στην κηδεία
μαυροφορεμένες τουλάχιστον τρεις
ωραίες γυναίκες παλιές φιλενάδες
όσοι με συγχαίρουν πάνε από δεξιά
όσοι με αποδοκιμάζουν πηγαίνουν
από αριστερά, αισθάνομαι πλέον
λαπάς, δεν έχω τη δυνατότητα
να κάνω τίποτα – ούτε μπροστά
ούτε πίσω, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά,
ούτε πάνω, ούτε κάτω και αποφασίζω
να καθίσω χάμω με τα πόδια σταυρωτά
να βγάλω το σακάκι μου, το πουλόβερ
τη μπλούζα μου (το πουκάμισο) και τη φανέλα
και να μείνω έτσι γυμνόστηθος, με γυαλιά
και φαλακρό κεφάλι όπως ο Γκάντι και
να περιμένω με την παθητική μου αντίσταση
το μοιραίο, κάποιος να με κοπανίσει
στο κεφάλι με μια τσάπα και να πέσω
απ’τη μια μεριά και να μείνω έτσι
με κλίση 30 μοιρών σαν τον πύργο της Πίζας
χωρίς να πέφτω αλλά ούτε να αναστηλώνομαι
στην κάθετη κλίση μου, κατάλαβα τότε,
πολύ αργά, ότι κάτι δεν πήγαινε άλλο
και ότι το πλήθος είχε διαλυθεί, η κίνηση
είχε αραιώσει ώσπου σταμάτησε εντελώς
η πόλη ερημώθηκε τα μαγαζιά έκλεισαν
κι έμεινα μόνος – επιτέλους μόνος,
επιτέλους, επιτέλους, επιτέλους
ΜΟΝΟΣ.
Από την ποιητική συλλογή ‘Στο Υποκύανο μάτι του Κύκλωπα‘
ΠΟΙΗΣΗ
Μάταια οι ποιητές προσπαθούν
Να γεμίσουν το κενό
Με τους στίχους
Και τις εικόνες τους.
Το κενό επανέρχεται
Πιο άδειο από πριν
Και ζητάει
Νέο γέμισμα.
Πηγή: https://tetatext.wordpress.com/inspirations/lacy-verses/%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου