Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έχει συνδεθεί με την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα για δυο καινοτομίες. Ήταν ο πρώτος που άσκησε το 1935 στην Ελλάδα μια καινούργια τότε, τολμηρή θεραπευτική μέθοδο, την ψυχανάλυση, και εκείνος που την ίδια χρονιά εισήγαγε ένα ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό κίνημα, τον υπερρεαλισμό. Και για τις δυο αυτές επιλογές του, που επιτρέπουν σήμερα να τον επικαλούνται άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους, εξετέθη στην ελληνική πνευματική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Όμως εξετέθη για μια ακόμη φορά μετά τον θάνατό του, όταν δημοσιεύτηκε ένα πολύτομο «ερωτογραφικό» ή «πορνογραφικό», αλλά πάντως όχι απλώς «γραφικό έργο» του, το μυθιστόρημα Μέγας Ανατολικός.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε γόνος μιας οικογένειας απόδημων Ελλήνων, με μακριά παράδοση και όνομα τρανό στον ναυτιλιακό και εμπορικό κόσμο. Γεννήθηκε στη Βραΐλα το 1901, με ρίζες στην Άνδρο, από τη μεριά του πατέρα και στη Ρωσία, από τη μεριά της μάνας. Ένα χρόνο μετά η οικογένεια εγκαθίσταται στη Σύρο. Το 1908 μετακομίζουν στην Αθήνα. Οι γονείς χωρίζουν. Ο ίδιος διαβάζει με πάθος Τολστόι, θέλει να μιμηθεί τον δάσκαλό του και πηγαίνει ξυπόλυτος στο αγρόκτημα της οικογένειάς του στο Μπογιάτι για να δουλέψει με τους αγρότες και να μοιραστεί το συσσίτιό τους. Το 1918 γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θαυμάζει τον Παλαμά και γράφει παλαμικούς στίχους. Δυο χρόνια αργότερα φεύγει με τη μητέρα του στη Λωζάνη, όπου παρακολουθεί μαθήματα οικονομικών. Ακολουθούν ταξίδια με τον πατέρα, με τη μητέρα, νέες σπουδές στο Λονδίνο, φιλολογίας αυτή τη φορά.
Ένας μεγάλος σταθμός της ζωής του θα είναι η διαμονή του στο Παρίσι, τα χρόνια 1926-1931, όπου θα ασχοληθεί με την ψυχανάλυση κοντά στον Rene Laforgue και θα συνδεθεί με τον Andre Breton και τον κύκλο των Γάλλων υπερρεαλιστών. Ένας άλλος σταθμός θα γίνει στην Αθήνα το 1935, χρονιά που εκδίδει την πρώτη υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή Υψικάμινος και αρχίζει να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση. Τη δραστηριότητα αυτή θα εγκαταλείψει οριστικά το 1951, αλλά όχι και την ίδια την ψυχανάλυση. Μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία στη ζωή του θα είναι η σύλληψή του από τον ΕΛΑΣ τον Γενάρη του 1945 και η ομηρεία του στα Κρώρα, όπου «τιμωρήθηκε φρικτά για τα αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του επωνύμου», όπως παρατηρεί ο Οδυσσέας Ελύτης.
Αυτή την εποχή την ίδια που ο Μπρετόν γράφει την «Ωδή στον Σαρλ Φουριέ» θα αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα Μέγας Ανατολικός, με θέμα το ταξίδι ενός υπερωκεάνιου προς έναν νέο κόσμο στον οποίο θα διασώζεται το όραμα της αταξικής κοινωνίας υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας του πνεύματος και της ερωτικής επιθυμίας. Θα το τελειώσει το 1951 αλλά θα συνεχίσει να το δουλεύει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακολουθεί νέα ολιγόχρονη διαμονή στο Παρίσι και η οριστική επιστροφή στην Ελλάδα το 1954, όπου θα ζήσει ανάμεσα στην Αθήνα και την Άνδρο μέχρι τον θάνατό του, το 1975. Στο διάστημα αυτό λίγα κείμενά του θα δουν το φως, κυρίως σε περιοδικά. Μετά τον θάνατό του θα δημοσιευτεί το πεζογράφημά του Αργώ ή Πλους αεροστάτου και η ποιητική του συλλογή Οκτάνα, ενώ ο πολύτομος Μέγας Ανατολικός θα δημοσιευτεί στη δεκαετία του '90.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανδρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ακόμη το όραμα της επανάστασης μπορούσε να βρίσκει κοινούς στόχους με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης στην πολιτική και την τέχνη. Με αυτή τη βούληση αυτός ο θαυμαστής του Μαρξ, ο οπαδός του Φρόυντ, ο φίλος του Αντρέ Μπρετόν και της Μαρίας Βοναπάρτη, μπήκε στην πνευματική ζωή του τόπου μας. Μπήκε με τη σκευή του ποιητή, του ψυχαναλυτή, του υπερρεαλιστή. Αμφισβητήθηκε για όλα αυτά, και παρέμεινε στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής για όλα αυτά.
Τι ήταν εντέλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Ήταν ένας «λόγιος», όπως τον είδε ο Γιώργος Σεφέρης, ή ένας «Επαναστάτης με το ε κεφαλαίο», όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης; Ήταν ένας αντιδραστικός μεγαλοαστός ή ένας αντιδογματικός στοχαστής; Η προσωπικότητα του Εμπειρίκου, αποσταγμένη με τεράστια τόλμη στο πολυσχιδές και, κυρίως, προβληματικό στην ταξινόμηση έργο του, δημιούργησε μια μυθολογία. Οι φίλοι του, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, τους οποίους εμύησε στον υπερρεαλισμό, τον λάτρευαν. Όμως και στα μεταδικτατορικά χρόνια μπορεί να τον επικαλείται ο Χρόνης Μίσσιος, για να υμνήσει εκείνους που «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» και να στιγματίσει τους ανθρωποφύλακές του.
Το κυριότερο είναι ότι άφησε ένα έργο που από την αρχή αποτέλεσε σκάνδαλο και συνεχίζει να αποτελεί σκάνδαλο, παρά το γεγονός ότι πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τη συγγραφή του. Και, προπάντων, είναι βέβαιο, ότι χωρίς αυτόν η πνευματική ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί ο Ανδρέας Εμπειρίκος αναβίωσε την πνευματική μορφή του στοχαστή άλλων εποχών, δημιουργώντας μια σύνθεση που ξεπερνά τις δόκιμες ταξινομικές πρακτικές των φιλολόγων.
Ο ίδιος συνέδεσε τη συγγραφική του δραστηριότητα και την πνευματική στάση του με τον υπερρεαλισμό. Εκφράστηκε με όλα τα είδη του λόγου, ποιητικού και πεζού, και κυρίως με ένα είδος παλιό, το ρητορικό ποίημα-κήρυγμα, το οποίο αναβάθμισε σε ποίημα-μανιφέστο, με τους όρους της υπερρεαλιστικής επανάστασης. Το είδος αυτό το αναγνωρίζουμε τόσο στην πρώτη ποιητική του συλλογή, την Υψικάμινο, όσο και στην τελευταία και μεταθανάτια, την Οκτάνα: Στην Υψικάμινο θα διακηρύξει: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια… Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη»· και στην Οκτάνα: «Οκτάνα θα πει, όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μιαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου». («Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα»).
Όμως και το μυθιστόρημά του, ο Μέγας Ανατολικός, είναι ένα απολύτως ιδιόρρυθμο κράμα στο οποίο συνυπάρχουν το ποιητικό-πολιτικό πρόγραμμα, το στοχαστικό δοκίμιο και το μεσσιανικό όραμα για μια μέλλουσα ανθρωπότητα, μια νέα Εδέμ που συναγωνίζεται το φαλανστήριο του Φουριέ, ενώ το ερωτολογικό μέρος του βιβλίου απολήγει σε ένα είδος καθαρτικής δοκιμασίας, κι έτσι διαφοροποιείται ριζικά από το πνεύμα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Σκοπός εδώ είναι η πραγμάτωση μιας «ουτοπίας», στην οποία η υδρόγειος θα χωρίζεται σε ζώνες εργασίας και ζώνες παραδείσου, οι πληθυσμοί θα εναλλάσσονται αμοιβαία, θα κυκλοφορούν χαρτονομίσματα που το χρώμα τους μέσα σε τακτή προθεσμία θ' αλλοιώνεται ώστε να μην είναι δυνατή η αποταμίευσή τους και θα λειτουργούν ειδικά σχολεία, «ιμερολύκεια», όπου τα παιδιά θα διδάσκονται την τεχνική των ερωτικών θωπειών και περιπτύξεων. «Ο Μέγας Ανατολικός ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη», παρατηρεί ο Ελύτης πόσο παλιού και πόσο νέου προφήτη, θα ρωτούσαμε εμείς. Κι εδώ, το πρόβλημα που αναφύεται μας οδηγεί στον χώρο της ιστορίας των ιδεών.
Για τη μελλοντική έρευνα, ελπίζω ότι ο Εμπειρίκος θα γίνει αντικείμενο μιας σκέψης νηφάλιας, διεπιστημονικής, η οποία θα θέσει νέα ερωτήματα. Με ποια υλικά συγκρότησε την ταυτότητά του αυτός ο γνήσιος εκπρόσωπος του μείζονος ελληνισμού; Τι σήμαινε γι' αυτόν η εθνική, «ελληνική» καταγωγή; Τι είναι ακριβώς αυτό το μόνιμο θέμα του καραβιού, του υπερωκεάνιου, σύμβολο του ταξιδιού αλλά και της κιβωτού του Νώε, που συναντιέται με τα ανάλογα σύμβολα, τα καράβια και τις βαρκούλες των άλλων μεγάλων μας νησιωτών, του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη; Κι ας μη λησμονούμε ότι το καράβι είναι ένα σύμβολο της ιστορίας του ελληνισμού.
Ένα άλλο ζήτημα για την έρευνα είναι η σχέση του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση, δηλαδή με μια ολοκληρωμένη επιστημονική, ορθολογική θεωρία για τον έρωτα, στηριγμένη στο σεξουαλικό ένστικτο. Ωστόσο ο Φρόυντ «ποτέ δεν έγραψε το έργο που σχεδίαζε για την ερωτική ζωή του ανθρώπου», όπως μας πληροφορεί ο Ernest Jones, και στο τέλος της ζωής του ομολογούσε ότι γνωρίζει πολύ λίγα για αυτό το ζήτημα. Μήπως ο Εμπειρίκος δίνει στον επιστήμονα δάσκαλό του την απάντηση του ποιητή; Πράγματι, στο ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», συνοψίζει τις αρχές μιας ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία. Όμως η φιλοσοφία αυτή δίνει προτεραιότητα σε μια καθαρά πνευματική λειτουργία, την ποίηση: «Οκτάνα θα πει πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος, σπέρμα. / Οκτάνα θα πει έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του. / Οκτάνα θα πει ανά πάσα στιγμή ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής». Κι ακόμη: «Οκτάνα θα πει οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ' άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον». Η μικρή διόρθωση για το φύλο των αγγέλων, εκ πρώτης όψεως μια επίθεση κατά της πουριτανικής ηθικής, μας θυμίζει παράξενα τα φτερωτά πλάσματα του πλατωνικού Φαίδρου.
Ο Πλάτων είναι ο πρώτος, πριν από τον Φρόυντ, που διατύπωσε μια ολόκληρη θεωρία περί έρωτα, στην οποία αφαιρεί τη σεξουαλικότητα από τον έρωτα, αποδίδοντάς του ένα μη-σεξουαλικό τελικό σκοπό, την αθανασία. Ο Φρόυντ, με μια εξίσου ριζική υπόθεση, έκανε το εντελώς αντίθετο. Όμως ο ίδιος ο Φρόυντ έβρισκε μια τουλάχιστον σημαντική συγγένεια στη θεωρία του με αυτήν του Έλληνα φιλόσοφου, του «θεϊκού Πλάτωνα», όπως τον αποκάλεσε. Σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, ο Πλάτων αναγνώριζε στον έρωτα μια ισχυρή κινητήρια δύναμη που μπορεί να εμπνεύσει το άτομο και να γίνει γενεσιουργός αιτία για μεγάλα επιτεύγματα στην τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Ο Φρόυντ, με τη θεωρία της εξιδανίκευσης, πρότεινε μια εξίσου διευρυμένη έννοια του έρωτα, στην οποία περιλαμβάνονταν κάθε είδους σχέσεις με πρόσωπα, με συγκεκριμένα αντικείμενα αλλά και αφηρημένες οντότητες, που θεωρούσε ότι επίσης αποτελούν έκφραση του σεξουαλικού ενστίκτου. Στο έργο του Ψυχολογία της ομάδας και ανάλυση του Εγώ (1921) γράφει ο Φρόυντ: «ως προς την καταγωγή του, τη λειτουργία του και τη σχέση του με τον σεξουαλικό έρωτα, ο Έρως του Πλάτωνα συμπίπτει με τη λίμπιντο της ψυχανάλυσης». Εκεί βεβαίως οι όποιες ομοιότητες σταματούν. Όμως ας μας επιτραπεί να δούμε κάποιο είδος συνέχειας της συζήτησης στον Μεγάλο Ανατολικό. Στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται μεταξύ των προσώπων του Μεγάλου Ανατολικού προβάλλει το κυρίαρχο αίτημα ενός Νέου Κόσμου στον οποίο έχει καταργηθεί η διχοτόμηση σώματος-ψυχής και έχει επιτευχθεί το όραμα της αρχικής ενότητας. Αυτή η αρχική ενότητα είναι κατ' ουσίαν μια επιστροφή στην αθωότητα. «Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα εις το άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δυο κάνει», διακηρύσσει ο ποιητής Εμπειρίκος, και ίσως είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε εάν με τον τρόπο αυτό ελέγχει τον φιλόσοφο αφενός και τον επιστήμονα αφετέρου, και προπάντων εάν μας δίνει ένα έναυσμα να σκεφτούμε την άγνοιά μας γι' αυτά τα ζητήματα και να μιλήσουμε για μια ειρωνική διάσταση στο έργο του. Βεβαίως ο υπερρεαλισμός υπήρξε κατ' εξοχήν μια τέχνη του χιούμορ, ως μέσου ανατροπής, όμως εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό, την παλιά τραγική ειρωνεία, που μέσα από τις εκατοντάδες σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού απολήγει σε ένα διπλό ερώτημα: Τελικά, τι γνωρίζουμε για τον έρωτα; Και τι γνωρίζουμε για το ταξίδι; Μήπως εδώ ο Εμπειρίκος συναντά τον Καβάφη;
Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την ειρωνική στάση ο Ανδρέας Εμπειρίκος προσπάθησε να ξαναφέρει μπροστά στα μάτια μας την ψυχαναλυτική «πρωταρχική σκηνή», δίνοντας μεγάλη έμφαση στα μάτια του τυφλού Οιδίποδα. Οι ερωτικές σκηνές στο υπερωκεάνιο γίνονται ενώπιον ενός θεατή. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση ηδονοβλεψία, ή για τα μάτια του βρέφους πριν από την ανελευθερία του ταμπού; Η ποιητική του Εμπειρίκου είναι μια τέχνη των ματιών, και στο σημείο αυτό ο Έλληνας ποιητής συναντάται με άλλους μεγάλους που έφτιαξαν κόσμους οραματικών ζώων και φυτών, όπως ο Μέλβιλλ στον Μόμπυ Ντικ και ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Βασιλική δρυς».
Ο Εμπειρίκος, ένας απόδημος Έλληνας και μόνιμος εσωτερικός μετανάστης, κυρίως έγραψε για το πρόβλημα των ματιών, σύμφυτο με το πρόβλημα της κατασκευής της ταυτότητας, χτίζοντας με τον τρόπο των ομηρικών ηρώων καράβια και πόλεις, και γράφοντας με τον τρόπο του Ρήγα Φερραίου την Χάρτα της Νέας Πόλης του, με το ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα». Δεν είναι διόλου απίθανο οι νεότεροι να βρουν στο έργο του αρετές που εμείς δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Ίσως την επιστροφή στην Εδέμ να τη δουν από μιαν άλλη σκοπιά, πιο «οικολογική», γιατί στον Εμπειρίκο η λατρεία του σώματος είναι γενικότερα λατρεία της φύσης, ως μυστηριακής δύναμης που υπερβαίνει τη γνώση μας.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος όρισε την ποίηση ως «ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου», διόλου μακριά από τα φτερωτά άλογα του μύθου και τα άτια της λαϊκής μας παράδοσης. Μας άφησε επίσης και κάποιες φράσεις που μπορούν να λειτουργήσουν σαν ξόρκι, όπως «πάρε τη λέξη μου, δως μου το χέρι σου». Προπάντων έθεσε ερωτήματα, ίσως προορισμένα να μείνουν ανοιχτά και απρόσιτα, όπως η ουτοπική «Οκτάνα».
Πηγή: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, εφ. Τα Νέα, 10/11/1999
Αναδημοσίευση από: https://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Poetry/Empeirikos/1999_11_10_Nea_Protoporia.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου