Αρχίσαμε να δουλεύουμε με όρεξη και στα δέκα αυτά λεπτά ένιωσα τόσο έντονα συνεπαρμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Σ’ αυτό το διάστημα ξεθάψαμε ένα μακρόστενο ξύλινο σεντούκι, διατηρημένο σε άψογη κατάσταση και ολόγερο, προφανώς συντηρημένο με κάποια χημική επεξεργασία –ίσως με διχλωριούχο υδράργυρο. Ήταν δεμένο γερά με σιδερένιους ιμάντες –έξι συνολικά–, από τους οποίους θα μπορούσαν να το σηκώσουν έξι άνθρωποι. Το μόνο που καταφέραμε εμείς, ενώνοντας τις δυνάμεις μας, ήταν να κινήσουμε ελάχιστα το κιβώτιο μέσα στο λάκκο. Καταλάβαμε αμέσως πως ήταν αδύνατο να μεταφέρουμε ένα τόσο μεγάλο φορτίο. Ευτυχώς, το καπάκι ήταν στερεωμένο μόνο με δυο σιδερένια μάνταλα. Τα τραβήξαμε τρέμοντας και βαριανασαίνοντας απ’ την αγωνία. Την επόμενη στιγμή, ένας θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας πρόβαλε λαμποκοπώντας μπροστά μας. Όπως έπεφτε στο λάκκο το φως απ’ τα κλεφτοφάναρα, στραφτάλισε από κάτω ένας σωρός από χρυσάφι και κοσμήματα, που κυριολεκτικά μας θάμπωσε τα μάτια.
Πόε, Έντγκαρ Άλαν, Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, σελ. 206-207, μτφρ. Ντενίζ Ρώντα, Αθήνα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου