ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΣΕ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΜΝΗΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Λουλούδια γύρω απ’ τον κισσό, καλάμια, χόρτα δροσερά·
Ξωκλήσι όπου ο νους βλέπει τον Θεό και συλλογάται·
Μύγες που ψιθυρίζετε λόγια και όνειρα
Στο αυτί του μικρού βοσκού που καταγής κοιμάται·
Άνεμοι, κύματα, θύελλα που αντιλαλείς σαν ύμνος·
Δάση που συνεπαίρνετε τον σκυθρωπό διαβάτη·
Καρποί στα δέντρα που σας κρατάει ακόμη ο ύπνος·
Άστρα που λάμπετε στων ουρανών τα πλάτη·
Πουλιά με το γλυκό κελάηδημα, κύμα λυπημένο·
Σαύρα κατάπληκτη στα ερείπια, στα βράχια·
Κάμποι που αναστενάζετε με λίβα πυρωμένο·
Βάθη των ωκεανών, κοιλάδες, που σας έπνιξαν μαργαριτάρια, στάχυα·
Φύση, απ’ όπου όλων ξεκινά και κόβεται το νήμα,
Φύλλα, φωλιές, κλαράκια τρυφερά που ο άνεμος τρέμει μη σας βλάψει,
Σωπάστε τώρα, ησυχάστε, μην ενοχλείτε αυτό το μνήμα·
Αφήστε το παιδί να κοιμηθεί και τη θάλασσα σαν μητέρα του να κλάψει!
21 Ιανουαρίου 1840
ÉCRIT SUR LE TOMBEAU D’UN ENFANT AU BORD DE LA MER
Vieux lierre, frais gazon, herbe, roseaux, corolles ;
Église où l’esprit voit le Dieu qu’il rêve ailleurs ;
Mouches qui murmurez d’ineffables paroles
À l’oreille du pâtre assoupi dans les fleurs ;
Vents, flots, hymne orageux, choeur sans fin, voix sans nombre ;
Bois qui faites songer le passant sérieux ;
Fruits qui tombez de l’arbre impénétrable et sombre,
Étoiles qui tombez du ciel mystérieux ;
Oiseaux aux cris joyeux, vague aux plaintes profondes ;
Froid lézard des vieux murs dans les pierres tapi ;
Plaines qui répandez vos souffles sur les ondes ;
Mer où la perle éclôt, terre où germe l’épi ;
Nature d’où tout sort, nature où tout retombe,
Feuilles, nids, doux rameaux que l’air n’ose effleurer,
Ne faites pas de bruit autour de cette tombe ;
Laissez l’enfant dormir et la mère pleurer !
Le 21 janvier 1840
—Les rayons et les ombres (1840)
ΑΥΡΙΟ ΜΟΛΙΣ ΧΑΡΑΞΕΙ
Αύριο μόλις χαράξει και ξανοίξει ως πέρα η εξοχή,
Θα ξεκινήσω. Ξέρω ότι με περιμένεις.
Θα διασχίσω δάση και βουνά με βάδισμα ταχύ,
Δεν γίνεται να μείνω άλλο μακριά σου, το καταλαβαίνεις.
Περπατώντας, τα μάτια μου στις σκέψεις θα έχω στραμμένα,
Γύρω μου τίποτε δεν θα βλέπω, ν’ ακούω τίποτε δεν θα μπορώ,
Μόνος, άγνωστος, σκυφτός, με τα χέρια σταυρωμένα,
Με τόση λύπη που από μέρα σε νύχτα διαφορά δεν θα βρω.
Δεν θα κοιτάξω το βράδυ που πέφτει χρυσό,
Ούτε τα ιστιοφόρα που καταπλέουν στο λιμάνι,
Και μόλις φτάσω, στον τάφο σου θ’ αφήσω
Καλούνα άγρια και αειθαλές λιοπρίνι.
DEMAIN DÉS L’AUBE
Demain, dès l’aube, à l’heure où blanchit la campagne,
Je partirai. Vois-tu, je sais que tu m’attends.
J’irai par la forêt, j’irai par la montagne.
Je ne puis demeurer loin de toi plus longtemps.
Je marcherai les yeux fixés sur mes pensées,
Sans rien voir au dehors, sans entendre aucun bruit,
Seul, inconnu, le dos courbé, les mains croisées,
Triste, et le jour pour moi sera comme la nuit.
Je ne regarderai ni l’or du soir qui tombe,
Ni les voiles au loin descendant vers Harfleur,
Et quand j’arriverai, je mettrai sur ta tombe
Un bouquet de houx vert et de bruyère en fleur.
—Les contemplations (1856)
Μετάφραση: Βαγγέλης Κάσσος
Πηγή: Νέα Εστία, τεύχος 1745, Μάιος 2002
Αναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/2021/11/04/victor-hugo/?fbclid=IwAR3CYMH1d4n9O4A7zjJVt6oP3neZ-RcW6GqzJ4eHwTDVBHEqzZSmHFX8goE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου